Δες τη φωτεινή πλευρά της ζωής...
'Εχεις κάνει ήδη το πρωτο βήμα...
Κι όπως ξέρεις, η αρχή είναι το ήμισι του παντός...
Προχώρα και συνέχισε...

Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010

Η σχέση που το παιδί αναπτύσσει με το πρόσωπο που έχει τη φροντίδα του κατά τη βρεφική ηλικία (δεσμός) και η σημασία της για τη συναισθηματική και κοινωνική του ανάπτυξη.

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ
«ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ»



Θέμα για την 2η Εργασία, 2009-10:
Η σχέση  που το παιδί αναπτύσσει με το πρόσωπο που έχει τη φροντίδα του κατά τη βρεφική ηλικία (δεσμός) και η σημασία της για τη συναισθηματική και κοινωνική του ανάπτυξη.


Θεματική Ενότητα: «Εξέλιξη του παιδιού στο κοινωνικό περιβάλλον» ΕΚΠ 50



ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ: ΚΥΠΡΙΩΤΑΚΗ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ,2009-2010,Α΄ ΕΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Εύη Μακρή-Μπότσαρη






22 Ιανουαρίου 2010
Περιεχόμενα
Εισαγωγή………………………………………………………………………............1
1. Η σχέση που το παιδί αναπτύσσει με το πρόσωπο που έχει τη φροντίδα του κατά τη βρεφική ηλικία…………………………….. ………………………………………....1
2.  Η σημασία του δεσμού για τη συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού………………….……………………………………………………………...4
Συμπεράσματα…………………………………………………………………………7
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ………………………………………………………………………………..9

Εισαγωγή
Με την πάροδο των χρόνων και καθώς η έρευνα για την ανθρώπινη συμπεριφορά διευρύνεται, έχει γίνει ευρέως αποδεκτή η άποψη ότι η βρεφική ηλικία μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα εξέλιξη κάθε ατόμου. Τα πορίσματα των ερευνών οδηγούν στη διατύπωση θεωριών για τη βρεφική ηλικία και διαμορφώνουν τη στάση του κοινωνικού συνόλου και τις απόψεις των ενηλίκων σχετικά με τη σπουδαιότητα αυτού του σταδίου ανάπτυξης.
Οι γονείς ή άλλα πρόσωπα που ασχολούνται με τη φροντίδα των βρεφών κατανοούν τη σημασία αυτής της ηλικίας και βοηθιούνται από τα επιστημονικά ευρήματα στην αναζήτηση τρόπων και συνθηκών για την καλύτερη ανατροφή των παιδιών. Ένας παράγοντας κρίσιμης σημασίας για την ανάπτυξη είναι η δημιουργία δεσμού μεταξύ του βρέφους και του προσώπου που το φροντίζει.
Με αυτό το θέμα ασχολείται η παρούσα εργασία, όπου θα γίνει προσπάθεια να παρουσιαστεί και να περιγραφεί πώς δημιουργείται αυτή η σχέση, πότε και γιατί εμφανίζεται, πόσα και ποια είδη δεσμού υπάρχουν και από τι επηρεάζονται. Θα καταδειχτεί, ακόμα, πόσο σημαντική είναι η δημιουργία δεσμού για την εξέλιξη του ατόμου και ποιες είναι οι επιπτώσεις της απουσίας του.


1. Η σχέση που το παιδί αναπτύσσει με το πρόσωπο που έχει τη φροντίδα του κατά τη βρεφική ηλικία.
«Είναι η πρώτη σχέση που διαμορφώνουμε. Πολλές από τις συμπεριφορές μας ως ενήλικες έχουν την βάση τους σε αυτήν την πρωταρχική σχέση με τη μητέρα» Γραμμάτη 2009.

Γύρω στον 7ο με 8ο μήνα το βρέφος αναπτύσσει ένα ισχυρό συναισθηματικό δέσιμο με το πρόσωπο που το φροντίζει, συνήθως τη μητέρα. Η ιδιαίτερη αυτή σχέση αναφέρεται ως δεσμός ή προσκόλληση. Ο Κακαβούλης αναφέρει ότι «το φαινόμενο της προσκόλλησης του παιδιού προς τη μητέρα του είναι ένα πολύπλοκο ψυχοβιολογικό φαινόμενο και μια πρωτογενής ανάγκη του βρέφους» (Κακαβούλης 1990, σελ.120) Από την ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας, παρατηρείται ότι οι περισσότεροι ερευνητές ορίζουν το δεσμό ως μια σταθερή και ισχυρή σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο παιδί και τη μητέρα ή άλλο πρόσωπο που το φροντίζει. Μια σχέση που διατηρείται στο χρόνο (αν και μειώνεται σε συχνότητα και ένταση) και χαρακτηρίζεται από έντονα συναισθήματα και αντιδράσεις, είναι αμφίδρομη, αμοιβαία και αποτελεί το πρότυπο για τις μετέπειτα σχέσεις του ατόμου. Η δημιουργία σχέσεων και η ικανότητα προσαρμογής στο περιβάλλον είναι , σύμφωνα με τον Καφέτσιο ο απώτερος στόχος ύπαρξης του φαινομένου αυτού. Ο δεσμός χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη περίοδο ανάπτυξης καθολικά, δηλαδή παρατηρείται σε όλα τα βρέφη διαπολιτισμικά και ιστορικά και αποτελεί ένα «οικουμενικό χαρακτηριστικό ανάπτυξης»  (Νόβα-Καλτσούνη 2008, σελ. 124).
Η προσκόλληση δεν εκδηλώνεται έτσι ξαφνικά, αλλά ακολουθεί, όπως κι άλλες συμπεριφορές, μια πορεία ανάπτυξης. Παρατηρούνται 4 φάσεις σ’ αυτή την πορεία. Στην αρχή (0-6 βδομάδες) το βρέφος κοιτάζει όλα τα πρόσωπα και δέχεται όλες τις αγκαλιές. Κατά τον τρίτο μήνα δείχνει σαφή προτίμηση στα οικεία πρόσωπα και συγχρονίζει τις κινήσεις, την οπτική επαφή και τα συναισθήματα του με αυτά της μητέρας του (βλ. και Καφέτσιος 2005, σελ. 47). Σ’ αυτή τη φάση φαίνεται ξεκάθαρα ότι το βρέφος αλληλεπιδρά με τη μητέρα αρχικά και με τα οικεία του πρόσωπα έπειτα. Αυτή η συγχρονισμένη αλληλεπίδραση περιγράφεται από το Stern ως ένας «χορός» ανάμεσα στη μητέρα και το βρέφος και παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του δεσμού. Μετά τον 7ο μήνα τα βρέφη αναπτύσσουν σαφή προτίμηση στο πρόσωπο της μητέρας τους. Αυτή εκδηλώνεται (όπως μας περιγράφει η Eleanor Maccoby στο Cole 2002, σελ. 351) με τις προσπάθειες των βρεφών να βρίσκονται κοντά στο πρόσωπο που τα φροντίζει, με τη θλίψη τους αν αποχωριστούν από αυτό, με την χαρά τους όταν ξαναβρεθούν κοντά του και με το να προσανατολίζουν τις πράξεις τους σ’ αυτό, ακόμα κι όταν απουσιάζει.  Σ’ αυτή τη φάση χαρακτηριστικές είναι δύο αντιδράσεις του βρέφους, το άγχος του αποχωρισμού και το άγχος προς τα ξένα πρόσωπα. Αφού περάσει αυτό το στάδιο, τα βρέφη μπορούν να δεθούν συναισθηματικά και με άλλα πρόσωπα και παρατηρείται (μετά το 18ο μήνα) ότι έχουν ξεπεράσει την μονοπροσωπική προσκόλληση και αναπτύσσουν πολυπροσωπικές.
Πολλοί μελετητές θέλησαν να ερμηνεύσουν την ανάπτυξη δεσμού και διατύπωσαν διαφορετικές μεταξύ τους θεωρίες που, όμως, συμπληρώνουν η μία την άλλη. «Δεν έχει λοιπόν νόημα να θεωρήσουμε σωστή μία απ’ αυτές τις θεωρίες και να αγνοήσουμε τις άλλες, διότι καθεμία απ’ αυτές τις θεωρίες μας έχει βοηθήσει να κατανοήσουμε πώς τα βρέφη αναπτύσσουν προσκόλληση στα κοντινά τους πρόσωπα» (Shaffer 2008, σελ. 409). Ο  Freud  θεωρεί ότι ο δεσμός δημιουργείται με την ικανοποίηση βασικών βιολογικών αναγκών, αλλά δεν μπόρεσε να αποδείξει επαρκώς πώς συνδέονται αυτά τα δύο, οπότε η άποψή του δεν έγινε ευρέως αποδεκτή. Κατά τον Erikson ο δεσμός συνδέεται με την επίλυση συγκρούσεων και την εμπιστοσύνη που το βρέφος αναπτύσσει απέναντι στη μητέρα (ή όποιο πρόσωπο ανταποκρίνεται στις ανάγκες του). Σύμφωνα με τη θεωρία της μάθησης, τα βρέφη αναπτύσσουν δεσμό με τα άτομα που τα ταΐζουν. Όμως οι μελέτες του Harry Harlow, του Robert Zimmerman και συνεργατών τους με μικρά πιθηκάκια έδειξαν ότι τα πιθηκάκια που έμεναν μόνα τους προτιμούσαν το μοντέλο που τους πρόσφερε παρόμοια με της μητέρας αίσθηση επαφής παρά εκείνο που τα τάιζε. Έτσι, συμπέραναν ότι η σωματική επαφή παίζει πιο σημαντικό ρόλο από την παροχή τροφής[1].
Σχεδόν σε όλη τη βιβλιογραφία αναφέρεται ως σημαντικότερη και πιο ολοκληρωμένη η θεωρία που διατυπώθηκε από τον  Βρετανό John Bowlby, μετά από παρατηρήσεις παιδιών που είχαν χάσει τους γονείς τους και βρίσκονταν σε νοσοκομεία, ιδρύματα, ορφανοτροφεία κλπ. Στον Bowlby είχε ανατεθεί η  μελέτη αυτή από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας το 1950, όταν διατυπώνονταν ανησυχίες για τη μητρική αποστέρηση, επίπτωση του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Διαπιστώνει ότι τα παιδιά αναστατώνονται όταν αποχωρίζονται από τη μητέρα τους και βιώνουν έπειτα διάφορα άλλα συναισθήματα, όπως θλίψη ή απόγνωση ή αδιαφορία. Ο Bowlby συνδυάζει απόψεις από την ψυχαναλυτική θεωρία του Freud, τις ηθολογικές μελέτες του Konrad Lorenz, τη θεωρία της γνωστικής ανάπτυξης του Jean Piaget και αναπτύσσει τη θεωρία του. Σύμφωνα με αυτή ο δεσμός είναι ο μηχανισμός που εξισορροπεί την ανάγκη του βρέφους για ασφάλεια και εξερεύνηση. Βασίζεται σε άλλες συμπεριφορές όπως το κλάμα, το χαμόγελο, το πιπίλισμα κ.α. που εξυπηρετούν την ανάγκη του βρέφους να είναι κοντά σ’ αυτόν που το φροντίζει και αυξάνουν τις πιθανότητες επιβίωσής του.  Η αναζήτηση της επαφής με άλλο πρόσωπο είναι μια εγγενής προδιάθεση όλων των βρεφών, κάτι με το οποίο γεννιούνται  προικισμένα.
Τη θεωρία του Bowlby ανέπτυξε περαιτέρω η Mary Ainsworth που εκτός της συστηματικής παρατήρησης που χρησιμοποίησε στην αρχή, εφάρμοσε και πειραματική διαδικασία στη συνέχεια (βλ. και Cole 2002, σελ.398 κ.ε.). Κατάφερε έτσι να διατυπώσει 3 είδη δεσμού, ανάλογα με τις αντιδράσεις των βρεφών κατά τη διάρκεια του πειράματος και όταν η μητέρα τους επέστρεφε: τον ασφαλή δεσμό, τον ανασφαλή / αποφευκτικό και τον ανασφαλή / αμφιθυμικό[2]. Απάντηση στο γιατί υπάρχουν διαφορετικά είδη δεσμού δίνεται μελετώντας τους παράγοντες που τον επηρεάζουν. Αυτοί είναι η συμπεριφορά της μητέρας, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του παιδιού[3] και το πολιτισμικό πλαίσιο που το περιβάλλει. Η οποιαδήποτε αλλαγή σε κάποιον από αυτούς τους παράγοντες μπορεί να επιφέρει αλλαγή και στον τύπο του δεσμού, ο οποίος μπορεί να μην παραμείνει σταθερός αλλά να μεταβάλλεται ανάλογα με τους παράγοντες που τον επηρεάζουν. Όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, ο τύπος του δεσμού που έχει αναπτυχθεί μεταξύ του παιδιού και του προσώπου που το φροντίζει επηρεάζει ανάλογα και τις αντιδράσεις του, αλλά για αυτό θα γίνει εκτενής λόγος στο επόμενο κεφάλαιο.

2. Η σημασία του δεσμού για τη συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού.
Η σημασία της ανάπτυξης δεσμού είναι τεράστια, τόσο γι’ αυτά που μας δείχνει για το βρέφος, όσο και για τη μετέπειτα εξέλιξή του. Η ύπαρξη δεσμού αυτόματα καταδεικνύει ότι το βρέφος έχει κατακτήσει δύο βασικές γνωστικές λειτουργίες, την αναγνώριση και τη μονιμότητα του αντικειμένου (βλ. και  Schaffer 1996, σελ. 35-37). Το βρέφος δεν θα μπορούσε να ζητά την παρουσία της μητέρας του αν δεν αναγνώριζε το πρόσωπό της και αν δεν είχε επίγνωση του προσώπου της όταν αυτή είναι απούσα. Οι έννοιες αυτές αποκτιούνται από το βρέφος πριν την ανάπτυξη του δεσμού.
Η κυριότερη, όμως, σημασία της είναι ότι επηρεάζει γενικότερα την συναισθηματική και κοινωνική εξέλιξη του παιδιού. Ο Γεώργας αναφέρει ότι «το συμπέρασμα των μελετών που αφορούν στην προσκόλληση, είναι ότι το βρέφος χρειάζεται τη στενή αλληλεπίδραση με έναν ενήλικο και αν αυτή είναι ελλιπής, τότε ενδέχεται η κοινωνική, νοητική και συναισθηματική ανάπτυξη του βρέφους να είναι ελλιπής ή να καθυστερήσει» (Γεώργας 1995, σελ. 257). Για τον Στερν «η φύση των πρώτων μας σχέσεων επηρεάζει πολύ την πορεία των σχέσεων μας» (Στερν 1988, σελ.129). «Η χορογραφία της μητρικής συμπεριφοράς είναι το ακατέργαστο υλικό του εξωτερικού κόσμου, με το οποίο το βρέφος αρχίζει να οικοδομεί τη γνώση και την πείρα του για όλα τα ανθρώπινα» αναφέρει (Στερν 1988, σελ. 22).
Αυτό συμβαίνει γιατί η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο βρέφος και τη μητέρα αποτελεί το πρότυπο για τις μετέπειτα σχέσεις του με τους άλλους. Οι εμπειρίες του βρέφους στη σχέση με τη μητέρα του δημιουργούν ένα εσωτερικό μοντέλο που αποτελεί και χρησιμοποιείται ως οδηγός στις σχέσεις του με τους άλλους και διαμορφώνει την αντίληψη για τον εαυτό του, την αυτοεικόνα του. Οι μελετητές δίνουν διάφορες ονομασίες σ’ αυτό: «εσωτερικευμένο μοντέλο εργασίας» (Cole 2002, σελ. 394), «εσωτερικό λειτουργικό μοντέλο» (Shaffer 2008, σελ.421), «μοντέλο εσωτερικής αναπαράστασης» (Schaffer 1996, σελ. 38) που όλα σημαίνουν το ίδιο. Η Αριάδνη Γραμμάτη παρατηρεί ότι «αυτή είναι η σχέση που μας εφοδιάζει με την πρώτη αντίληψη μας για τις σχέσεις και με τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφερόμαστε μέσα στις ενήλικες σχέσεις μας. Παράλληλα, μέσα από τη σχέση με τη μητέρα, διαμορφώνουμε τις προσδοκίες μας από τις σχέσεις, την ταυτότητά μας, αλλά και τους φόβους, τα άγχη και την ικανότητα ή μη να αντέχουμε την απογοήτευση από τις σχέσεις»(Γραμμάτη 2009). Αφού η σχέση αυτή με τη μητέρα αποτελεί το πρότυπο και τον οδηγό για τις υπόλοιπες, εύκολα καταλαβαίνουμε ότι θα πρέπει να είναι ικανοποιητική, διαφορετικά το παιδί θα πάρει μηνύματα που δεν θα το βοηθήσουν στη σύναψη κοινωνικών σχέσεων. Επίσης δε θα το βοηθήσουν στη συγκρότηση της προσωπικότητας του, γιατί αν η προσοχή που λαμβάνει είναι μειωμένη, εκείνο πιθανώς θα την παρερμηνεύσει και θα θεωρήσει ότι είναι ανάξιο προσοχής.  
Εξετάζοντας τους 3 τύπους δεσμού διαπιστώνουμε ότι τα βρέφη με ασφαλή προσκόλληση «έχουν πιο ώριμη και ισορροπημένη κοινωνική και συναισθηματική συμπεριφορά στις μετέπειτα ηλικίες, χαρακτηριστικά που γίνονται μόνιμα κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας» (Κακαβούλης 1990, σελ.126). Σε μια μελέτη διαπιστώνονται ότι  η κοινωνική συμπεριφορά βρεφών 23 μηνών με ασφαλή προσκόλληση είναι πολύ καλύτερα ανεπτυγμένη στο παιχνίδι με τους συνομιλήκους, από ότι αυτών με ανασφαλή(Pastor, όπως αναφέρεται στον Κακαβούλη 1990, σελ.126). Επίσης οι επιδόσεις  παιδιών με ασφαλή προσκόλληση όσον αφορά την πρωτοβουλία και την ικανότητα αλληλεπίδρασης με συνομηλίκους είναι σημαντικά υψηλότερες σε σχέση με αυτές παιδιών με ανασφαλή προσκόλληση (Londerville and Main,  όπως αναφέρεται στον Κακαβούλη 1990, σελ.126).
Ο Καφέτσιος (βλ. Καφέτσιος 2005, σελ. 63-65), στηριζόμενος σε πορίσματα διάφορων ερευνών, αναφέρει ότι τα ασφαλή παιδιά βρέθηκαν  να δείχνουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στην επίλυση προβλημάτων, πιο αποτελεσματική συμμετοχική συμπεριφορά, παίζουν το ρόλο του αρχηγού της ομάδας περισσότερο και είναι πιο θετικά στην έκφραση των συναισθημάτων τους. Εκδηλώνουν περισσότερο ενθουσιασμό, θετικό συναίσθημα και επιμονή σε καταστάσεις προβληματισμού και στρέφονται προς τους άλλους όταν αισθάνονται άσχημα (φόβο, θλίψη, θυμό). Σε έρευνα της Elicker και των συνεργατών της φάνηκε ότι ο δεσμός επηρεάζει τις σχέσεις δέκα χρόνια μετά. Έφηβοι που ως βρέφη είχαν αναπτύξει ασφαλή δεσμό είχαν πιο υγιή συναισθηματική συμπεριφορά, μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και ικανότητες σε διαπροσωπικές σχέσεις.
Εκτός των παραπάνω, ο Schaffer (Schaffer 1996, σελ. 39) αναφέρει την αυτοπεποίθηση στις σχέσεις με τους ενηλίκους και τη μικρότερη δυσκολία προσαρμογής στις μετέπειτα ηλικίες των παιδιών με ασφαλή προσκόλληση. Ο Shaffer αναφέρει ότι «η ζεστασιά, η εμπιστοσύνη και η ασφάλεια που αισθάνονται τα βρέφη στις ασφαλής προσκολλήσεις θέτουν τις βάσεις για μια υγιή ψυχολογική ανάπτυξη στο μέλλον» (Shaffer 2008, σελ.420). Προσθέτει σε όσα έχουν ήδη αναφερθεί για τα παιδιά με ασφαλή προσκόλληση ότι είναι πιο δημιουργικά στο συμβολικό παιχνίδι και πιο ευχάριστοι σύντροφοι σε παιχνίδια με τους συνομιλήκους (ο.π. , σελ. 421). Είναι ακόμα, «φιλοπερίεργα, αυτοκατευθυνόμενα και πρόθυμα να μάθουν».
Ο Bowlby μας αναφέρει την ευρέως αποδεκτή άποψη ότι η απουσία ή η διακοπή του δεσμού θεωρείται από τους παιδοψυχίατρους πιθανή αιτία ψυχιατρικών διαταραχών, αλλά ακόμη κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα. Και οι  Μπεθάνη και Μάργαρη  συμφωνούν ότι «Οι ανεπάρκειες στις μητρικές λειτουργίες και κατ’ επέκταση στη σχέση μητέρας-βρέφους στα πρώτα στάδια της ψυχικής ανάπτυξης, μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα ψυχικά ελλείμματα και μια προδιάθεση στην ανάπτυξη ψύχωσης ή σωματικής παθολογίας»( Μπεθάνη και Μάργαρη 2009) .  Ο  Γιαννακόπουλος παρατηρεί ότι «Αν η μείωση της διαθεσιμότητας της μητέρας συμβεί με ρυθμό που το μωρό δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα, η ανώριμη αίσθηση του εαυτού κατακλύζεται και ενεργοποιείται ένα εύρος πρώιμων μηχανισμών άμυνας για να αντιμετωπίσει τα πρωτόγονα άγχη αφανισμού, αποσύνθεσης και εγκατάλειψης. Αν αυτά επιμείνουν στην παιδική και εφηβική ηλικία, αποτελούν κακό προγνωστικό δείκτη για τις σχέσεις με τους συνομηλίκους και την ικανότητα για ανεξάρτητη λειτουργία» (Γιαννακόπουλος 2009). Έτσι, παιδιά με ανασφαλή δεσμό δέχονται περισσότερη επιθετικότητα και αρνητικότητα και αργότερα εμφανίζουν συμπεριφορικά προβλήματα, κατά τον Καφέτσιο (Καφέτσιος 2005, σελ. 63) και παρουσιάζουν λιγότερη χαρά, ικανότητα συνεργασίας, επιμονής και λύσης προβλημάτων κατά τον Κακαβούλη (Κακαβούλης 1990, σελ.126). «Η αυτοεικόνα που διαμορφώνει σαν ενήλικας, σαφώς επηρεασμένη από τις αρνητικές παιδικές εμπειρίες, περιλαμβάνει στοιχεία ανεπάρκειας, αναξιότητας που συνθέτουν έναν εαυτό με χαμηλή αυτοεκτίμηση» (Ζαραβίνου, 2009).
Στην ακραία περίπτωση της μητρικής αποστέρησης είναι επόμενο ότι η παντελής έλλειψη δεσμού δημιουργεί αρκετά προβλήματα στο παιδί. Οι απρόσωπες επαφές που έχει το παιδί (ή η παντελής έλλειψη επαφών σε κάποιες περιπτώσεις) οδηγεί στην ανάπτυξη συναισθηματικά ελλειμματικού χαρακτήρα (Schaffer 1996, σελ. 40 κ. ε.) κι εντείνει τις πιθανότητες για παραβατική συμπεριφορά (Hayes 1998, σελ.134). Ο Bowlby χαρακτηριστικά αναφέρει ότι «οι εμπειρίες από την αποστέρηση της μητέρας είναι  ποικίλες και καμιά έρευνα δεν μπορεί να τις μελετήσει όλες» (Bowlby 1995, σελ. 79). Οι επιπτώσεις της μητρικής αποστέρησης φαίνονται να αμβλύνονται με αλλαγή του τρόπου ζωής και διαβίωση σε περιβάλλον που ευνοεί τη δημιουργία δεσμού και δεν είναι αναγκαστικά μόνιμες. Δεν έχει όμως ακόμα γίνει γνωστό αν υπάρχει όριο ηλικίας για τη δυνατότητα αναστροφής των επιδράσεων των πρώτων εμπειριών.

Συμπεράσματα
Η δημιουργία και η σύναψη των πρώτων σχέσεων του παιδιού με το άτομο που το φροντίζει αποτέλεσε το αντικείμενο μελέτης πολλών ερευνητών για πολλά χρόνια. Έχουν διατυπωθεί διαφορετικές αλληλοσυμπληρώμενες θεωρίες για την προέλευση και τη δημιουργία του δεσμού με πιο ολοκληρωμένη αυτή του John Bowlby.
Διαπιστώνουμε ότι όποια κι αν είναι η άποψη των ερευνητών για τη δημιουργία του δεσμού, όλοι συμφωνούν πως παίζει καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία των μελλοντικών σχέσεων του ατόμου με τους άλλους, τις κοινωνικές συναναστροφές, την κοινωνική του εξέλιξη. Οι αρνητικές εμπειρίες επηρεάζουν δυσμενώς τις μελλοντικές σχέσεις οι οποίες διακατέχονται από δυσπιστία κι έλλειψη αυτοεκτίμησης. Αντίθετα, αν ο δεσμός με τη μητέρα ή όποιο άλλο πρόσωπο φροντίζει το παιδί είναι ασφαλής, το εφοδιάζει με θετικά συναισθήματα, ενισχύει την αυτοεικόνα του και του δημιουργεί θετικές προσδοκίες για τις μελλοντικές του σχέσεις.
Μέσα από την έρευνα για τη σημασία του δεσμού για τη συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού γίνεται για άλλη μια φορά φανερό πόσο σημαντικές είναι οι πρώτες εμπειρίες του παιδιού για τη μετέπειτα εξέλιξή του. Δικαιολογείται έτσι το επιστημονικό ενδιαφέρον για τη βρεφική ηλικία και η σπουδαιότητα των σχέσεων που το παιδί δημιουργεί σε αυτό το στάδιο για την ομαλή κοινωνική και συναισθηματική του εξέλιξη.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bowlby, J. 1995. Δημιουργία και διακοπή των συναισθηματικών δεσμών. Αθήνα: Καστανιώτης
Bretherton, I. 1997. Η καταγωγή της θεωρίας της προσκόλλησης: John Bowlby και Mary Ainsworth. Στο Γ. Κουγιουμουτζάκης (επιμ.) Αναπτυξιακή ψυχολογία Παρελθόν παρόν και μέλλον. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Cole, M. & S. Cole. 2002. Η ανάπτυξη των παιδιών. Αθήνα: Τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδανός
Emde, R.N. 1997. Το ατομικό νόημα και η αύξουσα πολυπλοκότητα: η συμβολή του Sigmund Freud και του Rene Spitz στην αναπτυξιακή ψυχολογία. Στο Γ. Κουγιουμουτζάκης (επιμ.) Αναπτυξιακή ψυχολογία Παρελθόν παρόν και μέλλον. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Hayes, N.  1998. Εισαγωγή στην ψυχολογία, τ. Β΄. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Hinde, R.A. 1997. Η αναπτυξιακή ψυχολογία στο πλαίσιο των άλλων επιστημών της συμπεριφοράς. Στο Γ. Κουγιουμουτζάκης (επιμ.) Αναπτυξιακή ψυχολογία Παρελθόν παρόν και μέλλον. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Kagan, J. 1997. Υποθέσεις του χθες, υποσχέσεις του αύριο. Στο Γ. Κουγιουμουτζάκης (επιμ.) Αναπτυξιακή ψυχολογία Παρελθόν παρόν και μέλλον. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Kreppner, K. 1997. William L. Stern, 1871-1938: Ένας αγνοημένος πρωτεργάτης της αναπτυξιακής ψυχολογίας. Στο Γ. Κουγιουμουτζάκης (επιμ.) Αναπτυξιακή ψυχολογία Παρελθόν παρόν και μέλλον. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Maccoby, E.E. 1997. Ο ρόλος των γονέων στην κοινωνικοποίηση των παιδιών: Μια ιστορική αναδρομή. Στο Γ. Κουγιουμουτζάκης (επιμ.) Αναπτυξιακή ψυχολογία Παρελθόν παρόν και μέλλον. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Rosenblith, J.F. 1997. Nancy Bayley: Μια μοναδική σταδιοδρομία. Στο Γ. Κουγιουμουτζάκης (επιμ.) Αναπτυξιακή ψυχολογία Παρελθόν παρόν και μέλλον. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Schaffer, R. 1996. Η κοινωνικοποίηση του παιδιού κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Shaffer, D. 2008. Εξελικτική ψυχολογία. Αθήνα: Έλλην
Stern, D. 1988. Η πρώτη σχέση: Μητέρα και βρέφος. Αθήνα: Κουτσουμπός
Super, C. & S. Harkness 1999. Η εξέλιξη του συναισθήματος κατά τη νηπιακή και την πρώτη παιδική ηλικία. Στο Πολιτισμικοί κόσμοι της πρώτης παιδικής ηλικίας. Πάτρα: Εκδόσεις Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου
Trevarthen, C. 1992. Πώς και γιατί επικοινωνούν τα βρέφη. Στο Γ. Κουγιουμουτζάκης (επιμ.) Πρόοδος στην αναπτυξιακή ψυχολογία των πρώτων χρόνων. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Αμπατζόγλου, Γ. 2009. Δημιουργία δεσμού Αλληλεπιδράσεις γονιών βρέφους κατά τους πρώτους μήνες της ζωής. Στο http://www.childmentalhealth.gr/Wc146b26105879.htm [23 Δεκεμβρίου 2009]
Γεώργα, Δ. 1995. Κοινωνική Ψυχολογία, τ. Α΄. (δ΄ έκδοση) Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Γιαννακόπουλος, Γ. 2009. Φυσιολογική συναισθηματική ανάπτυξη: Βρεφική ηλικία Στο www.imago.gr/user/image/normal-emotional-development.pdf [23 Δεκεμβρίου 2009]
Γραμμάτη, Α. 2009. Η Σχέση Μητέρας και Βρέφους. Στο http://grammatiariadni.wordpress.com/2009/09/02/η-σχέση-μητέρας-και-βρέφους/ [23 Δεκεμβρίου 2009]
Δημητρίου-Χατζηνεοφύτου, Λ. 2001. Τα έξι πρώτα χρόνια της ζωής. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Ζαραβίνου, Χ. 2009. Ο δεσμός μητέρας –παιδιού. Στο www.stirizo.gr/articles/opinions/65-o-desmos-miteras-pedioy.html [23 Δεκεμβρίου 2009]
Κακαβούλη, Α. 1990. Ψυχοπαιδαγωγική Α, Συναισθηματική ανάπτυξη και αγωγή. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση
Καρακατσάνη, Γ. 2009. Κοινωνιολογική θεώρηση της οικογένειας: Οι λειτουργίες της κοινωνικοποίησης και της συγκινησιακής και οικονομικής στήριξης του παιδιού. Στο http://alex.eled.duth.gr/epek/family/htm/11.htm [15 Νοεμβρίου 2009]
Καφέτσιος, Κ. 2005. Δεσμός, συναίσθημα και διαπροσωπικές σχέσεις. Αθήνα: Τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδανός
Μπεθάνη, Ε. & Μ. Μάργαρη Ψυχοσωματικά προβλήματα των παιδιών Στο http://www.paidiko-ergastiri.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=61&Itemid=119 [23 Δεκεμβρίου 2009]
Μπουρνιά, Μ. 2009. Γνωριμία με τις ικανότητες του μωρού. Στο http://www.ppsy.gr/articles/babyAbilities.pdf [15 Νοεμβρίου 2009]
Νόβα-Καλτσούνη, Χ. 2008. Η ανάπτυξη του παιδιού στο κοινωνικό περιβάλλον. Πάτρα: Εκδόσεις Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου
Πανοπούλου-Μαράτου, Ο. 1992 . Διλήμματα που θέτουν τα ευρήματα ερευνών με νεογνά και βρέφη στις γενετικές ψυχολογικές θεωρίες. Στο Γ. Κουγιουμουτζάκης (επιμ.) Πρόοδος στην αναπτυξιακή ψυχολογία των πρώτων χρόνων. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Παρασκευόπουλου, Ι. 1985. Εξελικτική ψυχολογία, τ.1. Αθήνα (χ.ε.)
Σακελλαρόπουλος, Π. 1998. Σχέσεις μητέρας-παιδιού τον πρώτο χρόνο της ζωής. Στο http://www.komvos.edu.gr/glwssa/odigos/thema_a4/a_4_k_3.htm [23 Δεκεμβρίου 2009]












[1] Η περιγραφή της μελέτης αυτής συναντάται σχεδόν σε όλα τα συγγράμματα που ασχολούνται με το θέμα της προσκόλλησης, π.χ. Shaffer 2008, σελ.406
[2] Αναλυτικά τα χαρακτηριστικά κάθε τύπου αναφέρονται εκτενώς σε όλη σχεδόν τη βιβλιογραφία π.χ.  Cole 2002, σελ.400-401.
[3] «Κάθε μωρό δεν παρίσταται απλώς στη σχέση αλληλεπίδρασης, αλλά την καθορίζει και τη μεταβάλει ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του… Μπορούμε να πούμε ότι κατά κάποιο τρόπο το μωρό επηρεάζει την ποιότητα και την ποσότητα των φροντίδων που λαμβάνει», Σακελλαρόπουλος 1998.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου