Δες τη φωτεινή πλευρά της ζωής...
'Εχεις κάνει ήδη το πρωτο βήμα...
Κι όπως ξέρεις, η αρχή είναι το ήμισι του παντός...
Προχώρα και συνέχισε...

Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010

Η σχέση που το παιδί αναπτύσσει με το πρόσωπο που έχει τη φροντίδα του κατά τη βρεφική ηλικία (δεσμός) και η σημασία της για τη συναισθηματική και κοινωνική του ανάπτυξη.

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ
«ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ»



Θέμα για την 2η Εργασία, 2009-10:
Η σχέση  που το παιδί αναπτύσσει με το πρόσωπο που έχει τη φροντίδα του κατά τη βρεφική ηλικία (δεσμός) και η σημασία της για τη συναισθηματική και κοινωνική του ανάπτυξη.


Θεματική Ενότητα: «Εξέλιξη του παιδιού στο κοινωνικό περιβάλλον» ΕΚΠ 50



ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ: ΚΥΠΡΙΩΤΑΚΗ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ,2009-2010,Α΄ ΕΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Εύη Μακρή-Μπότσαρη






22 Ιανουαρίου 2010
Περιεχόμενα
Εισαγωγή………………………………………………………………………............1
1. Η σχέση που το παιδί αναπτύσσει με το πρόσωπο που έχει τη φροντίδα του κατά τη βρεφική ηλικία…………………………….. ………………………………………....1
2.  Η σημασία του δεσμού για τη συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού………………….……………………………………………………………...4
Συμπεράσματα…………………………………………………………………………7
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ………………………………………………………………………………..9

Εισαγωγή
Με την πάροδο των χρόνων και καθώς η έρευνα για την ανθρώπινη συμπεριφορά διευρύνεται, έχει γίνει ευρέως αποδεκτή η άποψη ότι η βρεφική ηλικία μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα εξέλιξη κάθε ατόμου. Τα πορίσματα των ερευνών οδηγούν στη διατύπωση θεωριών για τη βρεφική ηλικία και διαμορφώνουν τη στάση του κοινωνικού συνόλου και τις απόψεις των ενηλίκων σχετικά με τη σπουδαιότητα αυτού του σταδίου ανάπτυξης.
Οι γονείς ή άλλα πρόσωπα που ασχολούνται με τη φροντίδα των βρεφών κατανοούν τη σημασία αυτής της ηλικίας και βοηθιούνται από τα επιστημονικά ευρήματα στην αναζήτηση τρόπων και συνθηκών για την καλύτερη ανατροφή των παιδιών. Ένας παράγοντας κρίσιμης σημασίας για την ανάπτυξη είναι η δημιουργία δεσμού μεταξύ του βρέφους και του προσώπου που το φροντίζει.
Με αυτό το θέμα ασχολείται η παρούσα εργασία, όπου θα γίνει προσπάθεια να παρουσιαστεί και να περιγραφεί πώς δημιουργείται αυτή η σχέση, πότε και γιατί εμφανίζεται, πόσα και ποια είδη δεσμού υπάρχουν και από τι επηρεάζονται. Θα καταδειχτεί, ακόμα, πόσο σημαντική είναι η δημιουργία δεσμού για την εξέλιξη του ατόμου και ποιες είναι οι επιπτώσεις της απουσίας του.


1. Η σχέση που το παιδί αναπτύσσει με το πρόσωπο που έχει τη φροντίδα του κατά τη βρεφική ηλικία.
«Είναι η πρώτη σχέση που διαμορφώνουμε. Πολλές από τις συμπεριφορές μας ως ενήλικες έχουν την βάση τους σε αυτήν την πρωταρχική σχέση με τη μητέρα» Γραμμάτη 2009.

Γύρω στον 7ο με 8ο μήνα το βρέφος αναπτύσσει ένα ισχυρό συναισθηματικό δέσιμο με το πρόσωπο που το φροντίζει, συνήθως τη μητέρα. Η ιδιαίτερη αυτή σχέση αναφέρεται ως δεσμός ή προσκόλληση. Ο Κακαβούλης αναφέρει ότι «το φαινόμενο της προσκόλλησης του παιδιού προς τη μητέρα του είναι ένα πολύπλοκο ψυχοβιολογικό φαινόμενο και μια πρωτογενής ανάγκη του βρέφους» (Κακαβούλης 1990, σελ.120) Από την ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας, παρατηρείται ότι οι περισσότεροι ερευνητές ορίζουν το δεσμό ως μια σταθερή και ισχυρή σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο παιδί και τη μητέρα ή άλλο πρόσωπο που το φροντίζει. Μια σχέση που διατηρείται στο χρόνο (αν και μειώνεται σε συχνότητα και ένταση) και χαρακτηρίζεται από έντονα συναισθήματα και αντιδράσεις, είναι αμφίδρομη, αμοιβαία και αποτελεί το πρότυπο για τις μετέπειτα σχέσεις του ατόμου. Η δημιουργία σχέσεων και η ικανότητα προσαρμογής στο περιβάλλον είναι , σύμφωνα με τον Καφέτσιο ο απώτερος στόχος ύπαρξης του φαινομένου αυτού. Ο δεσμός χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη περίοδο ανάπτυξης καθολικά, δηλαδή παρατηρείται σε όλα τα βρέφη διαπολιτισμικά και ιστορικά και αποτελεί ένα «οικουμενικό χαρακτηριστικό ανάπτυξης»  (Νόβα-Καλτσούνη 2008, σελ. 124).
Η προσκόλληση δεν εκδηλώνεται έτσι ξαφνικά, αλλά ακολουθεί, όπως κι άλλες συμπεριφορές, μια πορεία ανάπτυξης. Παρατηρούνται 4 φάσεις σ’ αυτή την πορεία. Στην αρχή (0-6 βδομάδες) το βρέφος κοιτάζει όλα τα πρόσωπα και δέχεται όλες τις αγκαλιές. Κατά τον τρίτο μήνα δείχνει σαφή προτίμηση στα οικεία πρόσωπα και συγχρονίζει τις κινήσεις, την οπτική επαφή και τα συναισθήματα του με αυτά της μητέρας του (βλ. και Καφέτσιος 2005, σελ. 47). Σ’ αυτή τη φάση φαίνεται ξεκάθαρα ότι το βρέφος αλληλεπιδρά με τη μητέρα αρχικά και με τα οικεία του πρόσωπα έπειτα. Αυτή η συγχρονισμένη αλληλεπίδραση περιγράφεται από το Stern ως ένας «χορός» ανάμεσα στη μητέρα και το βρέφος και παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του δεσμού. Μετά τον 7ο μήνα τα βρέφη αναπτύσσουν σαφή προτίμηση στο πρόσωπο της μητέρας τους. Αυτή εκδηλώνεται (όπως μας περιγράφει η Eleanor Maccoby στο Cole 2002, σελ. 351) με τις προσπάθειες των βρεφών να βρίσκονται κοντά στο πρόσωπο που τα φροντίζει, με τη θλίψη τους αν αποχωριστούν από αυτό, με την χαρά τους όταν ξαναβρεθούν κοντά του και με το να προσανατολίζουν τις πράξεις τους σ’ αυτό, ακόμα κι όταν απουσιάζει.  Σ’ αυτή τη φάση χαρακτηριστικές είναι δύο αντιδράσεις του βρέφους, το άγχος του αποχωρισμού και το άγχος προς τα ξένα πρόσωπα. Αφού περάσει αυτό το στάδιο, τα βρέφη μπορούν να δεθούν συναισθηματικά και με άλλα πρόσωπα και παρατηρείται (μετά το 18ο μήνα) ότι έχουν ξεπεράσει την μονοπροσωπική προσκόλληση και αναπτύσσουν πολυπροσωπικές.
Πολλοί μελετητές θέλησαν να ερμηνεύσουν την ανάπτυξη δεσμού και διατύπωσαν διαφορετικές μεταξύ τους θεωρίες που, όμως, συμπληρώνουν η μία την άλλη. «Δεν έχει λοιπόν νόημα να θεωρήσουμε σωστή μία απ’ αυτές τις θεωρίες και να αγνοήσουμε τις άλλες, διότι καθεμία απ’ αυτές τις θεωρίες μας έχει βοηθήσει να κατανοήσουμε πώς τα βρέφη αναπτύσσουν προσκόλληση στα κοντινά τους πρόσωπα» (Shaffer 2008, σελ. 409). Ο  Freud  θεωρεί ότι ο δεσμός δημιουργείται με την ικανοποίηση βασικών βιολογικών αναγκών, αλλά δεν μπόρεσε να αποδείξει επαρκώς πώς συνδέονται αυτά τα δύο, οπότε η άποψή του δεν έγινε ευρέως αποδεκτή. Κατά τον Erikson ο δεσμός συνδέεται με την επίλυση συγκρούσεων και την εμπιστοσύνη που το βρέφος αναπτύσσει απέναντι στη μητέρα (ή όποιο πρόσωπο ανταποκρίνεται στις ανάγκες του). Σύμφωνα με τη θεωρία της μάθησης, τα βρέφη αναπτύσσουν δεσμό με τα άτομα που τα ταΐζουν. Όμως οι μελέτες του Harry Harlow, του Robert Zimmerman και συνεργατών τους με μικρά πιθηκάκια έδειξαν ότι τα πιθηκάκια που έμεναν μόνα τους προτιμούσαν το μοντέλο που τους πρόσφερε παρόμοια με της μητέρας αίσθηση επαφής παρά εκείνο που τα τάιζε. Έτσι, συμπέραναν ότι η σωματική επαφή παίζει πιο σημαντικό ρόλο από την παροχή τροφής[1].
Σχεδόν σε όλη τη βιβλιογραφία αναφέρεται ως σημαντικότερη και πιο ολοκληρωμένη η θεωρία που διατυπώθηκε από τον  Βρετανό John Bowlby, μετά από παρατηρήσεις παιδιών που είχαν χάσει τους γονείς τους και βρίσκονταν σε νοσοκομεία, ιδρύματα, ορφανοτροφεία κλπ. Στον Bowlby είχε ανατεθεί η  μελέτη αυτή από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας το 1950, όταν διατυπώνονταν ανησυχίες για τη μητρική αποστέρηση, επίπτωση του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Διαπιστώνει ότι τα παιδιά αναστατώνονται όταν αποχωρίζονται από τη μητέρα τους και βιώνουν έπειτα διάφορα άλλα συναισθήματα, όπως θλίψη ή απόγνωση ή αδιαφορία. Ο Bowlby συνδυάζει απόψεις από την ψυχαναλυτική θεωρία του Freud, τις ηθολογικές μελέτες του Konrad Lorenz, τη θεωρία της γνωστικής ανάπτυξης του Jean Piaget και αναπτύσσει τη θεωρία του. Σύμφωνα με αυτή ο δεσμός είναι ο μηχανισμός που εξισορροπεί την ανάγκη του βρέφους για ασφάλεια και εξερεύνηση. Βασίζεται σε άλλες συμπεριφορές όπως το κλάμα, το χαμόγελο, το πιπίλισμα κ.α. που εξυπηρετούν την ανάγκη του βρέφους να είναι κοντά σ’ αυτόν που το φροντίζει και αυξάνουν τις πιθανότητες επιβίωσής του.  Η αναζήτηση της επαφής με άλλο πρόσωπο είναι μια εγγενής προδιάθεση όλων των βρεφών, κάτι με το οποίο γεννιούνται  προικισμένα.
Τη θεωρία του Bowlby ανέπτυξε περαιτέρω η Mary Ainsworth που εκτός της συστηματικής παρατήρησης που χρησιμοποίησε στην αρχή, εφάρμοσε και πειραματική διαδικασία στη συνέχεια (βλ. και Cole 2002, σελ.398 κ.ε.). Κατάφερε έτσι να διατυπώσει 3 είδη δεσμού, ανάλογα με τις αντιδράσεις των βρεφών κατά τη διάρκεια του πειράματος και όταν η μητέρα τους επέστρεφε: τον ασφαλή δεσμό, τον ανασφαλή / αποφευκτικό και τον ανασφαλή / αμφιθυμικό[2]. Απάντηση στο γιατί υπάρχουν διαφορετικά είδη δεσμού δίνεται μελετώντας τους παράγοντες που τον επηρεάζουν. Αυτοί είναι η συμπεριφορά της μητέρας, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του παιδιού[3] και το πολιτισμικό πλαίσιο που το περιβάλλει. Η οποιαδήποτε αλλαγή σε κάποιον από αυτούς τους παράγοντες μπορεί να επιφέρει αλλαγή και στον τύπο του δεσμού, ο οποίος μπορεί να μην παραμείνει σταθερός αλλά να μεταβάλλεται ανάλογα με τους παράγοντες που τον επηρεάζουν. Όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, ο τύπος του δεσμού που έχει αναπτυχθεί μεταξύ του παιδιού και του προσώπου που το φροντίζει επηρεάζει ανάλογα και τις αντιδράσεις του, αλλά για αυτό θα γίνει εκτενής λόγος στο επόμενο κεφάλαιο.

2. Η σημασία του δεσμού για τη συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού.
Η σημασία της ανάπτυξης δεσμού είναι τεράστια, τόσο γι’ αυτά που μας δείχνει για το βρέφος, όσο και για τη μετέπειτα εξέλιξή του. Η ύπαρξη δεσμού αυτόματα καταδεικνύει ότι το βρέφος έχει κατακτήσει δύο βασικές γνωστικές λειτουργίες, την αναγνώριση και τη μονιμότητα του αντικειμένου (βλ. και  Schaffer 1996, σελ. 35-37). Το βρέφος δεν θα μπορούσε να ζητά την παρουσία της μητέρας του αν δεν αναγνώριζε το πρόσωπό της και αν δεν είχε επίγνωση του προσώπου της όταν αυτή είναι απούσα. Οι έννοιες αυτές αποκτιούνται από το βρέφος πριν την ανάπτυξη του δεσμού.
Η κυριότερη, όμως, σημασία της είναι ότι επηρεάζει γενικότερα την συναισθηματική και κοινωνική εξέλιξη του παιδιού. Ο Γεώργας αναφέρει ότι «το συμπέρασμα των μελετών που αφορούν στην προσκόλληση, είναι ότι το βρέφος χρειάζεται τη στενή αλληλεπίδραση με έναν ενήλικο και αν αυτή είναι ελλιπής, τότε ενδέχεται η κοινωνική, νοητική και συναισθηματική ανάπτυξη του βρέφους να είναι ελλιπής ή να καθυστερήσει» (Γεώργας 1995, σελ. 257). Για τον Στερν «η φύση των πρώτων μας σχέσεων επηρεάζει πολύ την πορεία των σχέσεων μας» (Στερν 1988, σελ.129). «Η χορογραφία της μητρικής συμπεριφοράς είναι το ακατέργαστο υλικό του εξωτερικού κόσμου, με το οποίο το βρέφος αρχίζει να οικοδομεί τη γνώση και την πείρα του για όλα τα ανθρώπινα» αναφέρει (Στερν 1988, σελ. 22).
Αυτό συμβαίνει γιατί η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο βρέφος και τη μητέρα αποτελεί το πρότυπο για τις μετέπειτα σχέσεις του με τους άλλους. Οι εμπειρίες του βρέφους στη σχέση με τη μητέρα του δημιουργούν ένα εσωτερικό μοντέλο που αποτελεί και χρησιμοποιείται ως οδηγός στις σχέσεις του με τους άλλους και διαμορφώνει την αντίληψη για τον εαυτό του, την αυτοεικόνα του. Οι μελετητές δίνουν διάφορες ονομασίες σ’ αυτό: «εσωτερικευμένο μοντέλο εργασίας» (Cole 2002, σελ. 394), «εσωτερικό λειτουργικό μοντέλο» (Shaffer 2008, σελ.421), «μοντέλο εσωτερικής αναπαράστασης» (Schaffer 1996, σελ. 38) που όλα σημαίνουν το ίδιο. Η Αριάδνη Γραμμάτη παρατηρεί ότι «αυτή είναι η σχέση που μας εφοδιάζει με την πρώτη αντίληψη μας για τις σχέσεις και με τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφερόμαστε μέσα στις ενήλικες σχέσεις μας. Παράλληλα, μέσα από τη σχέση με τη μητέρα, διαμορφώνουμε τις προσδοκίες μας από τις σχέσεις, την ταυτότητά μας, αλλά και τους φόβους, τα άγχη και την ικανότητα ή μη να αντέχουμε την απογοήτευση από τις σχέσεις»(Γραμμάτη 2009). Αφού η σχέση αυτή με τη μητέρα αποτελεί το πρότυπο και τον οδηγό για τις υπόλοιπες, εύκολα καταλαβαίνουμε ότι θα πρέπει να είναι ικανοποιητική, διαφορετικά το παιδί θα πάρει μηνύματα που δεν θα το βοηθήσουν στη σύναψη κοινωνικών σχέσεων. Επίσης δε θα το βοηθήσουν στη συγκρότηση της προσωπικότητας του, γιατί αν η προσοχή που λαμβάνει είναι μειωμένη, εκείνο πιθανώς θα την παρερμηνεύσει και θα θεωρήσει ότι είναι ανάξιο προσοχής.  
Εξετάζοντας τους 3 τύπους δεσμού διαπιστώνουμε ότι τα βρέφη με ασφαλή προσκόλληση «έχουν πιο ώριμη και ισορροπημένη κοινωνική και συναισθηματική συμπεριφορά στις μετέπειτα ηλικίες, χαρακτηριστικά που γίνονται μόνιμα κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας» (Κακαβούλης 1990, σελ.126). Σε μια μελέτη διαπιστώνονται ότι  η κοινωνική συμπεριφορά βρεφών 23 μηνών με ασφαλή προσκόλληση είναι πολύ καλύτερα ανεπτυγμένη στο παιχνίδι με τους συνομιλήκους, από ότι αυτών με ανασφαλή(Pastor, όπως αναφέρεται στον Κακαβούλη 1990, σελ.126). Επίσης οι επιδόσεις  παιδιών με ασφαλή προσκόλληση όσον αφορά την πρωτοβουλία και την ικανότητα αλληλεπίδρασης με συνομηλίκους είναι σημαντικά υψηλότερες σε σχέση με αυτές παιδιών με ανασφαλή προσκόλληση (Londerville and Main,  όπως αναφέρεται στον Κακαβούλη 1990, σελ.126).
Ο Καφέτσιος (βλ. Καφέτσιος 2005, σελ. 63-65), στηριζόμενος σε πορίσματα διάφορων ερευνών, αναφέρει ότι τα ασφαλή παιδιά βρέθηκαν  να δείχνουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στην επίλυση προβλημάτων, πιο αποτελεσματική συμμετοχική συμπεριφορά, παίζουν το ρόλο του αρχηγού της ομάδας περισσότερο και είναι πιο θετικά στην έκφραση των συναισθημάτων τους. Εκδηλώνουν περισσότερο ενθουσιασμό, θετικό συναίσθημα και επιμονή σε καταστάσεις προβληματισμού και στρέφονται προς τους άλλους όταν αισθάνονται άσχημα (φόβο, θλίψη, θυμό). Σε έρευνα της Elicker και των συνεργατών της φάνηκε ότι ο δεσμός επηρεάζει τις σχέσεις δέκα χρόνια μετά. Έφηβοι που ως βρέφη είχαν αναπτύξει ασφαλή δεσμό είχαν πιο υγιή συναισθηματική συμπεριφορά, μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και ικανότητες σε διαπροσωπικές σχέσεις.
Εκτός των παραπάνω, ο Schaffer (Schaffer 1996, σελ. 39) αναφέρει την αυτοπεποίθηση στις σχέσεις με τους ενηλίκους και τη μικρότερη δυσκολία προσαρμογής στις μετέπειτα ηλικίες των παιδιών με ασφαλή προσκόλληση. Ο Shaffer αναφέρει ότι «η ζεστασιά, η εμπιστοσύνη και η ασφάλεια που αισθάνονται τα βρέφη στις ασφαλής προσκολλήσεις θέτουν τις βάσεις για μια υγιή ψυχολογική ανάπτυξη στο μέλλον» (Shaffer 2008, σελ.420). Προσθέτει σε όσα έχουν ήδη αναφερθεί για τα παιδιά με ασφαλή προσκόλληση ότι είναι πιο δημιουργικά στο συμβολικό παιχνίδι και πιο ευχάριστοι σύντροφοι σε παιχνίδια με τους συνομιλήκους (ο.π. , σελ. 421). Είναι ακόμα, «φιλοπερίεργα, αυτοκατευθυνόμενα και πρόθυμα να μάθουν».
Ο Bowlby μας αναφέρει την ευρέως αποδεκτή άποψη ότι η απουσία ή η διακοπή του δεσμού θεωρείται από τους παιδοψυχίατρους πιθανή αιτία ψυχιατρικών διαταραχών, αλλά ακόμη κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα. Και οι  Μπεθάνη και Μάργαρη  συμφωνούν ότι «Οι ανεπάρκειες στις μητρικές λειτουργίες και κατ’ επέκταση στη σχέση μητέρας-βρέφους στα πρώτα στάδια της ψυχικής ανάπτυξης, μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα ψυχικά ελλείμματα και μια προδιάθεση στην ανάπτυξη ψύχωσης ή σωματικής παθολογίας»( Μπεθάνη και Μάργαρη 2009) .  Ο  Γιαννακόπουλος παρατηρεί ότι «Αν η μείωση της διαθεσιμότητας της μητέρας συμβεί με ρυθμό που το μωρό δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα, η ανώριμη αίσθηση του εαυτού κατακλύζεται και ενεργοποιείται ένα εύρος πρώιμων μηχανισμών άμυνας για να αντιμετωπίσει τα πρωτόγονα άγχη αφανισμού, αποσύνθεσης και εγκατάλειψης. Αν αυτά επιμείνουν στην παιδική και εφηβική ηλικία, αποτελούν κακό προγνωστικό δείκτη για τις σχέσεις με τους συνομηλίκους και την ικανότητα για ανεξάρτητη λειτουργία» (Γιαννακόπουλος 2009). Έτσι, παιδιά με ανασφαλή δεσμό δέχονται περισσότερη επιθετικότητα και αρνητικότητα και αργότερα εμφανίζουν συμπεριφορικά προβλήματα, κατά τον Καφέτσιο (Καφέτσιος 2005, σελ. 63) και παρουσιάζουν λιγότερη χαρά, ικανότητα συνεργασίας, επιμονής και λύσης προβλημάτων κατά τον Κακαβούλη (Κακαβούλης 1990, σελ.126). «Η αυτοεικόνα που διαμορφώνει σαν ενήλικας, σαφώς επηρεασμένη από τις αρνητικές παιδικές εμπειρίες, περιλαμβάνει στοιχεία ανεπάρκειας, αναξιότητας που συνθέτουν έναν εαυτό με χαμηλή αυτοεκτίμηση» (Ζαραβίνου, 2009).
Στην ακραία περίπτωση της μητρικής αποστέρησης είναι επόμενο ότι η παντελής έλλειψη δεσμού δημιουργεί αρκετά προβλήματα στο παιδί. Οι απρόσωπες επαφές που έχει το παιδί (ή η παντελής έλλειψη επαφών σε κάποιες περιπτώσεις) οδηγεί στην ανάπτυξη συναισθηματικά ελλειμματικού χαρακτήρα (Schaffer 1996, σελ. 40 κ. ε.) κι εντείνει τις πιθανότητες για παραβατική συμπεριφορά (Hayes 1998, σελ.134). Ο Bowlby χαρακτηριστικά αναφέρει ότι «οι εμπειρίες από την αποστέρηση της μητέρας είναι  ποικίλες και καμιά έρευνα δεν μπορεί να τις μελετήσει όλες» (Bowlby 1995, σελ. 79). Οι επιπτώσεις της μητρικής αποστέρησης φαίνονται να αμβλύνονται με αλλαγή του τρόπου ζωής και διαβίωση σε περιβάλλον που ευνοεί τη δημιουργία δεσμού και δεν είναι αναγκαστικά μόνιμες. Δεν έχει όμως ακόμα γίνει γνωστό αν υπάρχει όριο ηλικίας για τη δυνατότητα αναστροφής των επιδράσεων των πρώτων εμπειριών.

Συμπεράσματα
Η δημιουργία και η σύναψη των πρώτων σχέσεων του παιδιού με το άτομο που το φροντίζει αποτέλεσε το αντικείμενο μελέτης πολλών ερευνητών για πολλά χρόνια. Έχουν διατυπωθεί διαφορετικές αλληλοσυμπληρώμενες θεωρίες για την προέλευση και τη δημιουργία του δεσμού με πιο ολοκληρωμένη αυτή του John Bowlby.
Διαπιστώνουμε ότι όποια κι αν είναι η άποψη των ερευνητών για τη δημιουργία του δεσμού, όλοι συμφωνούν πως παίζει καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία των μελλοντικών σχέσεων του ατόμου με τους άλλους, τις κοινωνικές συναναστροφές, την κοινωνική του εξέλιξη. Οι αρνητικές εμπειρίες επηρεάζουν δυσμενώς τις μελλοντικές σχέσεις οι οποίες διακατέχονται από δυσπιστία κι έλλειψη αυτοεκτίμησης. Αντίθετα, αν ο δεσμός με τη μητέρα ή όποιο άλλο πρόσωπο φροντίζει το παιδί είναι ασφαλής, το εφοδιάζει με θετικά συναισθήματα, ενισχύει την αυτοεικόνα του και του δημιουργεί θετικές προσδοκίες για τις μελλοντικές του σχέσεις.
Μέσα από την έρευνα για τη σημασία του δεσμού για τη συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού γίνεται για άλλη μια φορά φανερό πόσο σημαντικές είναι οι πρώτες εμπειρίες του παιδιού για τη μετέπειτα εξέλιξή του. Δικαιολογείται έτσι το επιστημονικό ενδιαφέρον για τη βρεφική ηλικία και η σπουδαιότητα των σχέσεων που το παιδί δημιουργεί σε αυτό το στάδιο για την ομαλή κοινωνική και συναισθηματική του εξέλιξη.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bowlby, J. 1995. Δημιουργία και διακοπή των συναισθηματικών δεσμών. Αθήνα: Καστανιώτης
Bretherton, I. 1997. Η καταγωγή της θεωρίας της προσκόλλησης: John Bowlby και Mary Ainsworth. Στο Γ. Κουγιουμουτζάκης (επιμ.) Αναπτυξιακή ψυχολογία Παρελθόν παρόν και μέλλον. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Cole, M. & S. Cole. 2002. Η ανάπτυξη των παιδιών. Αθήνα: Τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδανός
Emde, R.N. 1997. Το ατομικό νόημα και η αύξουσα πολυπλοκότητα: η συμβολή του Sigmund Freud και του Rene Spitz στην αναπτυξιακή ψυχολογία. Στο Γ. Κουγιουμουτζάκης (επιμ.) Αναπτυξιακή ψυχολογία Παρελθόν παρόν και μέλλον. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Hayes, N.  1998. Εισαγωγή στην ψυχολογία, τ. Β΄. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Hinde, R.A. 1997. Η αναπτυξιακή ψυχολογία στο πλαίσιο των άλλων επιστημών της συμπεριφοράς. Στο Γ. Κουγιουμουτζάκης (επιμ.) Αναπτυξιακή ψυχολογία Παρελθόν παρόν και μέλλον. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Kagan, J. 1997. Υποθέσεις του χθες, υποσχέσεις του αύριο. Στο Γ. Κουγιουμουτζάκης (επιμ.) Αναπτυξιακή ψυχολογία Παρελθόν παρόν και μέλλον. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Kreppner, K. 1997. William L. Stern, 1871-1938: Ένας αγνοημένος πρωτεργάτης της αναπτυξιακής ψυχολογίας. Στο Γ. Κουγιουμουτζάκης (επιμ.) Αναπτυξιακή ψυχολογία Παρελθόν παρόν και μέλλον. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Maccoby, E.E. 1997. Ο ρόλος των γονέων στην κοινωνικοποίηση των παιδιών: Μια ιστορική αναδρομή. Στο Γ. Κουγιουμουτζάκης (επιμ.) Αναπτυξιακή ψυχολογία Παρελθόν παρόν και μέλλον. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Rosenblith, J.F. 1997. Nancy Bayley: Μια μοναδική σταδιοδρομία. Στο Γ. Κουγιουμουτζάκης (επιμ.) Αναπτυξιακή ψυχολογία Παρελθόν παρόν και μέλλον. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Schaffer, R. 1996. Η κοινωνικοποίηση του παιδιού κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Shaffer, D. 2008. Εξελικτική ψυχολογία. Αθήνα: Έλλην
Stern, D. 1988. Η πρώτη σχέση: Μητέρα και βρέφος. Αθήνα: Κουτσουμπός
Super, C. & S. Harkness 1999. Η εξέλιξη του συναισθήματος κατά τη νηπιακή και την πρώτη παιδική ηλικία. Στο Πολιτισμικοί κόσμοι της πρώτης παιδικής ηλικίας. Πάτρα: Εκδόσεις Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου
Trevarthen, C. 1992. Πώς και γιατί επικοινωνούν τα βρέφη. Στο Γ. Κουγιουμουτζάκης (επιμ.) Πρόοδος στην αναπτυξιακή ψυχολογία των πρώτων χρόνων. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Αμπατζόγλου, Γ. 2009. Δημιουργία δεσμού Αλληλεπιδράσεις γονιών βρέφους κατά τους πρώτους μήνες της ζωής. Στο http://www.childmentalhealth.gr/Wc146b26105879.htm [23 Δεκεμβρίου 2009]
Γεώργα, Δ. 1995. Κοινωνική Ψυχολογία, τ. Α΄. (δ΄ έκδοση) Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Γιαννακόπουλος, Γ. 2009. Φυσιολογική συναισθηματική ανάπτυξη: Βρεφική ηλικία Στο www.imago.gr/user/image/normal-emotional-development.pdf [23 Δεκεμβρίου 2009]
Γραμμάτη, Α. 2009. Η Σχέση Μητέρας και Βρέφους. Στο http://grammatiariadni.wordpress.com/2009/09/02/η-σχέση-μητέρας-και-βρέφους/ [23 Δεκεμβρίου 2009]
Δημητρίου-Χατζηνεοφύτου, Λ. 2001. Τα έξι πρώτα χρόνια της ζωής. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Ζαραβίνου, Χ. 2009. Ο δεσμός μητέρας –παιδιού. Στο www.stirizo.gr/articles/opinions/65-o-desmos-miteras-pedioy.html [23 Δεκεμβρίου 2009]
Κακαβούλη, Α. 1990. Ψυχοπαιδαγωγική Α, Συναισθηματική ανάπτυξη και αγωγή. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση
Καρακατσάνη, Γ. 2009. Κοινωνιολογική θεώρηση της οικογένειας: Οι λειτουργίες της κοινωνικοποίησης και της συγκινησιακής και οικονομικής στήριξης του παιδιού. Στο http://alex.eled.duth.gr/epek/family/htm/11.htm [15 Νοεμβρίου 2009]
Καφέτσιος, Κ. 2005. Δεσμός, συναίσθημα και διαπροσωπικές σχέσεις. Αθήνα: Τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδανός
Μπεθάνη, Ε. & Μ. Μάργαρη Ψυχοσωματικά προβλήματα των παιδιών Στο http://www.paidiko-ergastiri.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=61&Itemid=119 [23 Δεκεμβρίου 2009]
Μπουρνιά, Μ. 2009. Γνωριμία με τις ικανότητες του μωρού. Στο http://www.ppsy.gr/articles/babyAbilities.pdf [15 Νοεμβρίου 2009]
Νόβα-Καλτσούνη, Χ. 2008. Η ανάπτυξη του παιδιού στο κοινωνικό περιβάλλον. Πάτρα: Εκδόσεις Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου
Πανοπούλου-Μαράτου, Ο. 1992 . Διλήμματα που θέτουν τα ευρήματα ερευνών με νεογνά και βρέφη στις γενετικές ψυχολογικές θεωρίες. Στο Γ. Κουγιουμουτζάκης (επιμ.) Πρόοδος στην αναπτυξιακή ψυχολογία των πρώτων χρόνων. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Παρασκευόπουλου, Ι. 1985. Εξελικτική ψυχολογία, τ.1. Αθήνα (χ.ε.)
Σακελλαρόπουλος, Π. 1998. Σχέσεις μητέρας-παιδιού τον πρώτο χρόνο της ζωής. Στο http://www.komvos.edu.gr/glwssa/odigos/thema_a4/a_4_k_3.htm [23 Δεκεμβρίου 2009]












[1] Η περιγραφή της μελέτης αυτής συναντάται σχεδόν σε όλα τα συγγράμματα που ασχολούνται με το θέμα της προσκόλλησης, π.χ. Shaffer 2008, σελ.406
[2] Αναλυτικά τα χαρακτηριστικά κάθε τύπου αναφέρονται εκτενώς σε όλη σχεδόν τη βιβλιογραφία π.χ.  Cole 2002, σελ.400-401.
[3] «Κάθε μωρό δεν παρίσταται απλώς στη σχέση αλληλεπίδρασης, αλλά την καθορίζει και τη μεταβάλει ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του… Μπορούμε να πούμε ότι κατά κάποιο τρόπο το μωρό επηρεάζει την ποιότητα και την ποσότητα των φροντίδων που λαμβάνει», Σακελλαρόπουλος 1998.

Βασικό στοιχείο της πρώτης βιο-κοινωνικο-συμπεριφορικής μεταστροφής αποτελεί το κοινωνικό χαμόγελο. Να εξηγήσετε, με ποιο τρόπο συνδέεται το κοινωνικό χαμόγελο με αυτή τη μεταστροφή και ποια η σημασία του για τη συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη του βρέφους;


ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ
«ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ»



Θέμα για την 1η Εργασία, 2009-10:
Βασικό στοιχείο της πρώτης βιο-κοινωνικο-συμπεριφορικής μεταστροφής αποτελεί το κοινωνικό χαμόγελο. Να εξηγήσετε, με ποιο τρόπο συνδέεται το κοινωνικό χαμόγελο με αυτή τη μεταστροφή και ποια η σημασία του για τη συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη του βρέφους; 


Θεματική Ενότητα: «Εξέλιξη του παιδιού στο κοινωνικό περιβάλλον» ΕΚΠ 50



ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ: ΚΥΠΡΙΩΤΑΚΗ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ,2009-2010,Α΄ ΕΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Εύη Μακρή-Μπότσαρη






22 Νοεμβρίου 2009
Εισαγωγή
Η βρεφική ηλικία έχει γίνει αντικείμενο ευρείας μελέτης κατά τον 20ό αιώνα επειδή τα ευρήματα όλο και περισσότερων ερευνών αναδεικνύουν τη σπουδαιότητα της περιόδου αυτής για την εξέλιξη του ανθρώπου. Το ενδιαφέρον για το παιδί άρχισε μετά το Μεσαίωνα, στην αρχή από φιλοσόφους και κατά το 18ο αιώνα από παιδαγωγούς με συνεχώς αυξανόμενο ενδιαφέρον και διατύπωση διάφορων θεωριών για κάθε τομέα ανάπτυξης. Ως τότε το παιδί θεωρούνταν μικρογραφία ενηλίκου και έτσι το αντιμετώπιζαν (Μαράτου 1992).
Σήμερα γνωρίζουμε αρκετά για κάθε φάση της ανάπτυξης και τα χρησιμοποιούμε για να αποκτήσουμε ακόμα περισσότερες γνώσεις και να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα με σκοπό να βοηθήσουμε κάθε παιδί να εξελιχθεί σε έναν ψυχικά υγιή ενήλικα. Ακόμα και η πιο παραμικρή πτυχή της ανάπτυξης εξετάζεται με ιδιαίτερη προσοχή από τους ερευνητές στην προσπάθειά τους να δώσουν απαντήσεις σε όσα αφορούν στην εξέλιξη του παιδιού.
Στην εργασία αυτή θα μελετήσουμε το κοινωνικό χαμόγελο, τη σχέση του με την πρώτη βιο-κοινωνικο-συμπεριφορική μεταστροφή και τη σημασία του στη μετέπειτα συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη του βρέφους. Στην πρώτη ενότητα θα αναφερθούμε στην πρώτη βιο-κοινωνικο-συμπεριφορική μεταστροφή. Στη δεύτερη ενότητα θα περιγράψουμε τι είναι το κοινωνικό χαμόγελο, πότε εμφανίζεται και πώς συνδέεται με την πρώτη βιο-κοινωνικο-συμπεριφορική μεταστροφή. Στην τρίτη ενότητα θα παρουσιαστεί η σημασία του για τη συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη του βρέφους. Ακολουθούν τα συμπεράσματα που εξάγονται από τη μελέτη πάνω στο θέμα.


1. Η πρώτη βιο-κοινωνικο-συμπεριφορική μεταστροφή
Είναι γνωστό ότι τους πρώτους μήνες της ζωής του βρέφους σημειώνονται σημαντικές αλλαγές σε κάθε τομέα της ανάπτυξης και της συμπεριφοράς του. Τα βρέφη καθίστανται ικανά να αναπροσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους μέσω της μάθησης που αποκτούν επενεργώντας στο περιβάλλον τους κι ερχόμενα σε επαφή με τα κοντινά τους πρόσωπα (Cole & Cole 2002, σελ. 295). Μελέτες των Schaffer και Emerson το 1964 έδειξαν ότι τα βρέφη είναι κοινωνικά (Hayes 1998, σελ.137). Κατά τον Trevarthenαπό το δεύτερο μήνα τα βρέφη δείχνουν μεγάλη ικανότητα στην άμεση συναλλαγή με τα συναισθήματα που εκφράζουν άλλοι άνθρωποι” (Trevarthen 1992 a, σελ. 40).
Κάθε αλλαγή βοηθά στην περαιτέρω ανάπτυξη του βρέφους όχι μόνο στη συγκεκριμένη σφαίρα όπου σημειώνεται, αλλά στο σύνολο της ανάπτυξής του. Οι ξεχωριστοί τομείς ανάπτυξης, δηλαδή, λαμβάνονται υπόψη όχι μόνο μεμονωμένα, ανεξάρτητα, αλλά ως μέρη ενός “ευρύτερου συνόλου” (Cole & Cole 2002, σελ. 295). Μέχρι και το δεύτερο μήνα η πορεία σε κάθε τομέα ανάπτυξης σημειώνεται ανεξάρτητα από τους άλλους. Κατά τον τρίτο μήνα αυτές οι αλλαγές σε κάθε τομέα συγκλίνουν και οδηγούν στην ανάπτυξη νέων συμπεριφορών και στην είσοδο σε νέο στάδιο ανάπτυξης. Με τη συμπλήρωση 2,5 μηνών ζωής ενός βρέφους σημειώνεται μια “ποιοτική αναδιοργάνωση των λειτουργιών του παιδιού και των αλληλεπιδράσεων με αυτούς που το φροντίζουν” (Νόβα-Καλτσούνη 2008, σελ. 224)˙ η πρώτη μεταγεννητική βιο-κοινωνικο-συμπεριφορική μεταστροφή ως αποτέλεσμα της σύγκλισης των αλλαγών είναι πια γεγονός και είναι πολύ σημαντική για τη μετέπειτα εξέλιξη του βρέφους. Αρκεί να αναφερθεί πως οι αλλαγές που λαμβάνουν χώρα εκείνη την περίοδο συμβαίνουν ταυτόχρονα οδηγώντας το βρέφος σε ένα νέο στάδιο ανάπτυξης.
Η πρώτη βιο-κοινωνικο-συμπεριφορική μεταστροφή σχετίζεται με αλλαγές κυρίως των αισθητηριακών διόδων του εγκεφάλου, του στελέχους, αλλαγές στην όραση (οπτική οξύτητα) και στο ρυθμό του ύπνου[1], αρχή του κοινωνικού χαμόγελου και του σκόπιμου κλάματος[2]. Είναι φανερό ότι οι αλλαγές στη βιολογική σφαίρα επηρεάζουν έντονα τις αλλαγές και στην κοινωνικότητα του βρέφους και στην συμπεριφορά του. Η βιολογική ωρίμανση κάνει το βρέφος να λειτουργεί διαφορετικά και αυτή η διαφορά στη συμπεριφορά του με τη σειρά της θα δώσει ώθηση σε νέες αντιδράσεις του περιβάλλοντος που κι αυτές με τη σειρά τους θα προκαλέσουν νέες αλλαγές στη βιολογική σφαίρα κ.ο.κ. Χαρακτηριστικό για όλα αυτά παράδειγμα είναι το κοινωνικό χαμόγελο στο οποίο θα αναφερθούμε στην επόμενη ενότητα.

2. Το κοινωνικό χαμόγελο
Δύο από τις βασικότερες εκδηλώσεις πρώιμης κοινωνικότητας και προσαρμογής είναι αυτές που βοηθούν το βρέφος να έρθει σε επαφή με τα πρόσωπα του περιβάλλοντος του, να τραβήξει την προσοχή τους και να ζητήσει τη φροντίδα τους. Αυτές δεν είναι άλλες από το κλάμα και το χαμόγελο. Κατά την πρώτη βιο-κοινωνικο-συμπεριφορική μεταστροφή το κλάμα γίνεται σκόπιμο και το χαμόγελο κοινωνικό. Και τα δύο υπάρχουν από τη γέννηση του βρέφους αλλά δεν έχουν την ίδια λειτουργία με αυτά του τρίτου μήνα.
Από τις πρώτες ημέρες της ζωής ενός παιδιού θα παρατηρήσουμε ότι χαμογελάει κατά τη διάρκεια του ύπνου REM[3]. Το χαμόγελο αυτό “προέρχεται από εξάρσεις της εγκεφαλικής δραστηριότητας”(Νόβα-Καλτσούνη 2008, σελ.92). Κατά το Σακελλαρόπουλο  το πρώτο χαμόγελο είναι υποφλοιώδες αντανακλαστικό, που προκαλείται από τη σύσπαση των μυών και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μιμική έκφραση, αλλά ως κίνηση των μυών του προσώπου”( Σακελλαρόπουλος  1998). “Το χαμόγελο αυτό δεν απευθύνεται σε κάποιο άλλο πρόσωπο  (Δημητρίου-Χατζηνεοφύτου 2001, σελ.404) και φυσικά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί κοινωνικό. Κατά τη δεύτερη βδομάδα τα βρέφη χαμογελούν και όταν είναι ξύπνια, μα ούτε αυτό το χαμόγελο έχει κάποια σχέση με αυτά που γίνονται στο περιβάλλον του βρέφους, αφού χαρίζεται σε οτιδήποτε βλέπει ή αγγίζει και μπορεί να το προκαλέσει ακόμα κι ένα απαλό άγγιγμα στο μάγουλο του βρέφους. Λίγο αργότερα, περίπου στο έξι εβδομάδων βρέφος, θα δούμε το χαμόγελο της αναγνώρισης του σχήματος του ανθρώπινου προσώπου.
Κοινωνικό λέγεται το χαμόγελο που εμφανίζεται στους 2,5 με 3 μήνες και “ανταποκρίνεται στο χαμόγελο των άλλων”( Cole & Cole 2002, σελ. 297) “σαν μία συναισθηματική απάντηση, κυρίως στη μητέρα του”(Μπουρνιά 2009). Ας σημειωθεί εξάλλου το γεγονός ότι το  κοινωνικό χαμόγελο παρουσιάζεται στην ίδια περίπου ηλικία σε όλα τα βρέφη (Δημητρίου-Χατζηνεοφύτου 2001, σελ.404).
Βιολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες όπως η σωματική ωρίμανση(οπτική οξύτητα, ικανότητα εστίασης), η ψυχική ανάπτυξη και η εξοικείωση με τα ανθρώπινα πρόσωπα συμβάλλουν στην ανάπτυξη της νέας αυτής συμπεριφοράς. Οι αλλαγές σε κάθε σφαίρα της ανάπτυξης συγκλίνουν και συμβάλλουν στην εμφάνιση αυτής της νέας συμπεριφοράς. Αυτό κάνει το κοινωνικό χαμόγελο χαρακτηριστικό παράδειγμα βιο-κοινωνικο-συμπεριφορικής μεταστροφής. Το ίδιο το χαμόγελο πυροδοτεί νέες αντιδράσεις από την πλευρά των γονέων που σηματοδοτούν μια νέα πορεία στη σχέση τους με το παιδί, αλλά  για το θέμα αυτό θα γίνει λόγος παρακάτω.

3. Η σημασία του κοινωνικού χαμόγελου για την συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη του βρέφους
Το κυριότερο ίσως αποτέλεσμα του κοινωνικού χαμόγελου κι αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι η εξασφάλιση της επιβίωσης του. Πολύ δύσκολα θα αντισταθεί κάποιος σε ένα βρέφος που του χαμογελά μη παρέχοντάς του κάθε δυνατή φροντίδα και ανακούφιση. Είναι σαν να παρουσιάζεται το χαμόγελο ακριβώς σε μια χρονική στιγμή που το αβοήθητο βρέφος έχει ανάγκη από επαφή, προσοχή και φροντίδα και τη διεκδικεί με το αφοπλιστικό του χαμόγελο. Από έρευνες έχει βρεθεί ότι και οι ίδιες οι μητέρες δείχνουν περισσότερη διάθεση να φροντίσουν τα βρέφη τους αφού έχουν εισπράξει το χαμόγελο ως ένδειξη ανταμοιβής (Hayes 1998 σελ.142).  
Μετά την εμφάνιση του κοινωνικού χαμόγελου η συναισθηματική σχέση του βρέφους με τους γονείς αποκτά άλλη διάσταση και καλύτερη ποιότητα, αφού οι γονείς αισθάνονται τη σχέση τους πιο στενή (κι έτσι την περιγράφουν) και την επικοινωνία με το βρέφος πιο εμφανή. Η ποιότητα των σχέσεων, της επικοινωνίας και της αλληλεπίδρασης και η ευχάριστη ατμόσφαιρα που περιβάλλει τις κοινωνικές επαφές του βρέφους με τους γονείς του θεμελιώνει και ισχυροποιεί τη συναισθηματική σχέση ανάμεσά τους. Βάζει τις βάσεις για τη δημιουργία ενός άλλου δεσμού, βασικού για τη συναισθηματική ανάπτυξη του βρέφους ˙ εκείνου της υγιούς προσκόλλησης.
Παρατηρούνται αλλαγές στη συμπεριφορά και των μητέρων ως επακόλουθο των αλλαγών της συμπεριφοράς των βρεφών. Αντίστοιχα οι αλλαγές στη συμπεριφορά των μητέρων οδηγούν σε νέες αλλαγές στη συμπεριφορά των βρεφών κ.ο.κ. Η αμφίδρομη αυτή σχέση αλληλεπίδρασης, λοιπόν, δημιουργεί μια συνεχή επανατροφοδότηση που είναι πολύ σημαντική για την παραπέρα εξέλιξη του παιδιού. Αυτή η συναλλαγή με τους γονείς, η ανταλλαγή συμπεριφορών θα αποτελέσει τη βάση για την παραπέρα κοινωνική ανάπτυξη του βρέφους, για τις κοινωνικές σχέσεις του και την αλληλεπίδραση με το περιβάλλον του. Αυτή είναι μια άλλη πολύ σημαντική πτυχή της σπουδαιότητας του κοινωνικού χαμόγελου για την εξέλιξη του βρέφους.
Η εμφάνιση του κοινωνικού χαμόγελου σηματοδοτεί τη “μετάβαση του βρέφους από την πλήρη παθητικότητα στην ενεργή συμπεριφορά” (Spitz, όπως αναφέρεται στον Σακελλαρόπουλο 1998). Σημαίνει την έναρξη “συναισθηματικής επαφής με το περιβάλλον, η οποία θα του επιτρέψει την ανάπτυξη επικοινωνίας με αυτό” (Σακελλαρόπουλος 1998). Καταλαβαίνει κανείς εύκολα την τεράστια βαρύτητα που έχει αυτή η πρώτη προσπάθεια κοινωνικής επαφής του βρέφους και τη σημασία της ομαλής έκβασής της για την παραπέρα κοινωνική ανάπτυξη του βρέφους.

Συμπεράσματα
Είναι κοινά αποδεκτό πως για την επιβίωση και την ολοκλήρωση κάθε ατόμου είναι αναγκαία και η κοινωνική επαφή, εκτός των βιολογικών παραγόντων. Το βρέφος εκδηλώνει την ανάγκη του για κοινωνικότητα και κάνει την πρώτη του προσπάθεια να έρθει σε επαφή με το περιβάλλον και να εκφραστεί με το κοινωνικό χαμόγελο. Περνώντας μέσα από τη διαδικασία της πρώτης βιο-κοινωνικο-συμπεριφορικής μεταστροφής οι αλλαγές σε όλους τους τομείς της ανάπτυξής του το καθιστούν ικανό για κάτι τέτοιο.
Η επιτυχής κοινωνική συναναστροφή θα καθορίσει σε σημαντικό βαθμό την κοινωνική του εξέλιξη. Μελέτες σε παιδιά που μεγάλωσαν σε ορφανοτροφεία κατέδειξαν εμφανές ότι τα βρέφη έχουν ανάγκη στενών συναισθηματικών σχέσεων με κάποιο άτομο που θα τα φροντίζει. Οι σχέσεις αυτές θα οδηγήσουν το βρέφος έπειτα στη δημιουργία δεσμών και με άλλα άτομα του περιβάλλοντός του. Η απουσία μιας στενής σχέσης την κρίσιμη περίοδο της αρχής της ζωής έχει αποδειχτεί ότι ευθύνεται για σημαντική ανεπάρκεια σε όλους τους τομείς της ανάπτυξης (ακόμα κι αν υπάρχουν όλες οι άλλες απαραίτητες προϋποθέσεις για την διαβίωση). Αυτό το φαινόμενο είναι γνωστό ως ιδρυματισμός και δείχνει τη σημασία που έχει για την ανάπτυξη του βρέφους η σύναψη κοινωνικών συναναστροφών με το άτομο που το φροντίζει. Αυτές οι συναναστροφές ισχυροποιούνται με την εμφάνιση του κοινωνικού χαμόγελου και τον επαναπροσδιορισμό που φέρνει στις σχέσεις του βρέφους με το περιβάλλον.
Από όσα αναφέρθηκαν σε όλη τη μελέτη προκύπτει η σπουδαιότητα της εμφάνισης του κοινωνικού χαμόγελου κατά την πρώτη βιο-κοινωνικο-συμπεριφορική μεταστροφή για την παραπέρα εξέλιξη του παιδιού. Το κοινωνικό χαμόγελο είναι το πιο χαρακτηριστικό , ίσως, παράδειγμα της πρώτης βιο-κοινωνικο-συμπεριφορικής μεταστροφής, αφού αλλαγές όλων των τομέων της ανάπτυξης συγκλίνουν προς την ανάπτυξη νέων συμπεριφορών (στην περίπτωσή μας το κοινωνικό χαμόγελο) που με τη σειρά τους θα πυροδοτήσουν την έναρξη νέων σταδίων ανάπτυξης.     

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Cole, M. & S. Cole. 2002. Η ανάπτυξη των παιδιών. Αθήνα: Τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδανός
Hayes, N.  1998. Εισαγωγή στην ψυχολογία, τ. Β΄. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Schaffer, R. 1996. Η κοινωνικοποίηση του παιδιού κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Trevarthen, C. 1992a. Κίνητρα γνώσης και συνεργασίας στη βρεφική ηλικία.  Στο Γ. Κουγιουμουτζάκης (επιμ.) Πρόοδος στην αναπτυξιακή ψυχολογία των πρώτων χρόνων. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Trevarthen, C. 1992b. Πώς και γιατί επικοινωνούν τα βρέφη. Στο Γ. Κουγιουμουτζάκης (επιμ.) Πρόοδος στην αναπτυξιακή ψυχολογία των πρώτων χρόνων. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Γεώργα, Δ. 1995. Κοινωνική Ψυχολογία, τ. Α΄. (δ΄ έκδοση) Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Δημητρίου-Χατζηνεοφύτου, Λ. 2001. Τα έξι πρώτα χρόνια της ζωής. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Κακαβούλη, Α. 1990. Ψυχοπαιδαγωγική Α, Συναισθηματική ανάπτυξη και αγωγή. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση
Καρακατσάνη, Γ. 2009. Κοινωνιολογική θεώρηση της οικογένειας: Οι λειτουργίες της κοινωνικοποίησης και της συγκινησιακής και οικονομικής στήριξης του παιδιού. Στο http://alex.eled.duth.gr/epek/family/htm/11.htm [15 Νοεμβρίου 2009]
Κουγιουμουτζάκης, Γ. 1992 Φωνητικές μιμήσεις στην επικοινωνία μητέρας-βρέφους. Στο Γ. Κουγιουμουτζάκης (επιμ.) Πρόοδος στην αναπτυξιακή ψυχολογία των πρώτων χρόνων. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Μπουρνιά, Μ. 2009. Γνωριμία με τις ικανότητες του μωρού. Στο http://www.ppsy.gr/articles/babyAbilities.pdf [15 Νοεμβρίου 2009]
Νόβα-Καλτσούνη, Χ. 2008. Η ανάπτυξη του παιδιού στο κοινωνικό περιβάλλον. Πάτρα: Εκδόσεις Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου
Πανοπούλου-Μαράτου, Ο. 1992 . Διλήμματα που θέτουν τα ευρήματα ερευνών με νεογνά και βρέφη στις γενετικές ψυχολογικές θεωρίες. Στο Γ. Κουγιουμουτζάκης (επιμ.) Πρόοδος στην αναπτυξιακή ψυχολογία των πρώτων χρόνων. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Παρασκευόπουλου, Ι. 1985. Εξελικτική ψυχολογία, τ.1. Αθήνα (χ.ε.)
Σακελλαρόπουλος, Π. 1998. Σχέσεις μητέρας-παιδιού τον πρώτο χρόνο της ζωής. Στο http://www.komvos.edu.gr/glwssa/odigos/thema_a4/a_4_k_4.htm [15 Νοεμβρίου 2009]






  


Περιεχόμενα
Εισαγωγή………………………………………………………………………............1
1. Η πρώτη βιο-κοινωνικο-συμπεριφορική μεταστροφή…………………………….. 2
2. Το κοινωνικό χαμόγελο…………………………………………………………… 4
3. Η σημασία του κοινωνικού χαμόγελου για την συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη του βρέφους……………………………………………………………….. 6
Συμπεράσματα……………………………………………………………………….. 8
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ……………………………………………………………………………….9






[1] Ο ύπνος NREM, ο ήρεμος δηλαδή, αρχίζει πρώτα, αντίθετα με ότι συνέβαινε στην αρχή της ζωής του βρέφους, οπότε παρατηρείται ότι μοιάζει πλέον με τον αυτόν των ενηλίκων.
[2] Αναλυτικά τα στοιχεία της πρώτης βιο-κοινωνικο-συμπεριφορικής μεταστροφής αναφέρονται στον Cole & Cole 2002, σελ. 296.
[3] Κατά τον ύπνο REM παρατηρούμε αυξημένο μυϊκό τόνο και κινητική δραστηριότητα, εκφράσεις του προσώπου και χαμόγελα, περιστασιακές κινήσεις των ματιών και ακανόνιστη αναπνοή (περίπου 48/λεπτό). Στους 2-3 πρώτους μήνες της ζωής τους τα βρέφη αρχίζουν με ενεργό ύπνο REM και σταδιακά φτάνουν σε πιο ήσυχο ύπνο NREM. Αντίστροφη πορεία του ύπνου παρατηρείται μετά τον δεύτερο μήνα(Cole & Cole 2002, σελ. 252).

Η διαφορά μεταξύ της «καθαρής» γλωσσολογίας και της εθνογραφικής προσέγγισης της επικοινωνίας απεικονίζεται στον Πίνακα της σελ. 96 του Εγχειριδίου Μελέτης. Σχολιάστε τον πίνακα με παραδείγματα τα οποία θα αναδεικνύουν τη διαφορά οπτικής γωνίας μεταξύ των δύο προσεγγίσεων. Λάβετε υπόψη σας, μεταξύ άλλων, το άρθρο του Dell Hymes «Προς εθνογραφίες της επικοινωνίας», (2ο Άρθρο, στον Τόμο Γλώσσα και Γραμματισμός στην Κοινωνική Πρακτική).

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ
«ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ»



Θέμα για την 3η Εργασία, 2009-10
Η διαφορά μεταξύ της «καθαρής» γλωσσολογίας και της εθνογραφικής προσέγγισης της επικοινωνίας απεικονίζεται στον Πίνακα της σελ. 96 του Εγχειριδίου Μελέτης. Σχολιάστε τον πίνακα με παραδείγματα τα οποία θα αναδεικνύουν τη διαφορά οπτικής γωνίας μεταξύ των δύο προσεγγίσεων. Λάβετε υπόψη σας, μεταξύ άλλων, το άρθρο του Dell Hymes «Προς εθνογραφίες της επικοινωνίας», (2ο Άρθρο, στον Τόμο Γλώσσα και Γραμματισμός στην Κοινωνική Πρακτική).
Θεματική Ενότητα: «Γλώσσα, Κοινωνία και Εκπαίδευση» ΕΚΠ 61



ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ: ΚΥΠΡΙΩΤΑΚΗ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ,2009-2010,Α΄ ΕΞΑΜΗΝΟ
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Δρ. Γ. Ι. ΞΥΔΟΠΟΥΛΟΣ






21 Μαρτίου 2010
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή ………………………………….……………………………………… 2
1. Οι θέσεις της «καθαρής» γλωσσολογίας …. …………………………………..  2
2. Οι θέσεις της εθνογραφίας της επικοινωνίας …………………………………..  4
3. Οι διαφορές των δύο προσεγγίσεων …………………………………………… 6
Συμπεράσματα…………………………………………………………………….. 8
Βιβλιογραφία ……………………………………………………………………... 10
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Κύρια μορφή και βασικό εργαλείο επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων είναι η γλώσσα, μια νοητική λειτουργία που κυριαρχεί σε όλη τη ζωή του ανθρώπου. Χαρακτηριστικά ο Fromkin γράφει «Ό,τι κι αν κάνουν οι άνθρωποι όταν βρεθούν μαζί -είτε παίζουν, είτε καυγαδίζουν, είτε αγκαλιάζονται, είτε φτιάχνουν αυτοκίνητα-, πάντα μιλούν μεταξύ τους… Ελάχιστες στιγμές της ζωής μας είναι απαλλαγμένες από λέξεις. Ακόμα και στα όνειρά μας μιλάμε και μας μιλάνε. Υπάρχουν μάλιστα φορές που μιλάμε όταν δεν υπάρχει κανείς για να μας απαντήσει.» (Fromkin et al. 2008, σελ. 33)
Από την άλλη ο Graddol αναφέρει ότι «κύρια λειτουργία της γλώσσας είναι η επικοινωνία» ( Graddol 2001, σελ. 21). Υποδεικνύει, έτσι, ότι η γλώσσα βρίσκεται σε άμεση σχέση με την κοινωνία, κάτι που πρεσβεύει η κοινωνιογλωσσολογία. Αντίθετα, η «καθαρή», η κυρίαρχη γλωσσολογία εξετάζει τη γλώσσα ως δομή, ως σύστημα, χωρίς να δίνει βάρος στις κοινωνικές περιστάσεις που περιβάλλουν κάθε φορά την επικοινωνία.
Τις θέσεις ενός από τους κυριότερους εκπροσώπους της κοινωνιογλωσσολογίας και εισηγητή της εθνογραφίας της επικοινωνίας του Dell Hymes σε αντιπαράθεση με αυτές της «καθαρής» γλωσσολογίας του Saussure και του Chomsky πραγματεύομαι στην εργασία μου αυτή. Στο πρώτο κεφάλαιο θα αναφέρω τις θέσεις της «καθαρής» γλωσσολογίας, όπως αυτές παρουσιάζονται στη δομική και στη γενετική γλωσσολογία. Στο δεύτερο κεφάλαιο θα παρουσιάσω αναλυτικά τις απόψεις του Dell Hymes και της εθνογραφίας της επικοινωνίας. Στο τρίτο κεφάλαιο θα αναδείξω τις διαφορές μεταξύ των δύο προσεγγίσεων παραθέτοντας παραδείγματα.


1. Οι θέσεις της «καθαρής» γλωσσολογίας.
Η «καθαρή» ή κυρίαρχη γλωσσολογία, όπως διαφαίνεται από τον πίνακα της σελ. 96 του Εγχειριδίου Μελέτης (Maybin 2001, σελ.96), θέτει τη γλώσσα ως υποκείμενο της έρευνας και έχει ως πλαίσιο αναφοράς το γλωσσικό σύστημα. Αναλύει τις γραμματικές μονάδες και ενδιαφέρεται για τις αφηρημένες σχέσεις μεταξύ στοιχείων του συστήματος. Τις θέσεις αυτές συναντάμε και στις δύο τάσεις της κυρίαρχης γλωσσολογίας, τη δομική και τη γενετική.
Η δομική γλωσσολογία με κύριο εκπρόσωπό της τον Saussure εξετάζει τη γλώσσα ως σύστημα σημείων, ως σύστημα από αλληλοεξαρτώμενα στοιχεία που μεταφέρει νοήματα χρησιμοποιώντας δύο βασικούς μηχανισμούς ( Graddol 2001, σελ. 23). Αντικείμενο της έρευνας και πλαίσιο αναφοράς είναι το αφηρημένο γλωσσικό σύστημα. Στόχος της ανάλυσης της γλώσσας είναι ο προσδιορισμός των δομών των γλωσσικών εκφράσεων. Ο Saussure για να περιγράψει τη γλώσσα τη διακρίνει σε ομιλία ή χρήση της γλώσσας (parole), που είναι η ορατή πλευρά της γλώσσας και σε σύστημα ή δομή της γλώσσας (langue), που είναι η αφηρημένη πλευρά της γλώσσας (Αρχάκης και Κονδύλη 2004, σελ. 28). Αντίστοιχα η μελέτη της γλώσσας διακρίνεται σε εξωτερική γλωσσολογία (που μελετά τη χρήση της γλώσσας) και εσωτερική γλωσσολογία (που μελετά τη γλώσσα ως σύστημα) (Κονδύλη 1995, σελ. 175).
Βασικές αρχές της εσωτερικής δομικής γλωσσολογίας είναι η αρχή της αυτονομίας και της ομοιογένειας του γλωσσικού συστήματος. Σύμφωνα με την αρχή της αυτονομίας «η γλώσσα συλλαμβάνεται ως αυτοδύναμη οντότητα» (Αρχάκης και Κονδύλη 2004, σελ. 29). Σύμφωνα με την αρχή της ομοιογένειας «το γλωσσικό σύστημα ενυπάρχει με τον ίδιο τρόπο στον εγκέφαλο των μελών μιας γλωσσικής κοινότητας» (ο.π.).
Ο Chomsky, εισηγητής της γενετικής γλωσσολογίας δεν απομακρύνεται πολύ από τις θέσεις του Saussure. Η έννοια της γλωσσικής επιτέλεσης παραπέμπει στην  parole του Saussure, ενώ η γλωσσική ικανότητα αναλογεί στην langue. Ως γλωσσική επιτέλεση εννοείται η «γλωσσική συμπεριφορά συγκεκριμένων ομιλητών σε δεδομένες επικοινωνιακές περιστάσεις» (Αρχάκης και Κονδύλη 2004, σελ. 29). Γλωσσική ικανότητα είναι η «γνώση του γλωσσικού συστήματος από τους φυσικούς ομιλητές του» (ο.π.).
Κι εδώ συναντάμε τις αρχές της αυτονομίας και της ομοιογένειας. Ο Chomsky όμως, εισάγει την έννοια του ιδανικού ομιλητή και ακροατή ως αντικείμενο της γλωσσικής θεωρίας του (Χαραλαμπόπουλος 1995, σελ. 119). Θεωρεί κι αυτός ότι αντικείμενο κι αποστολή της γλωσσολογίας είναι η περιγραφή του γλωσσικού συστήματος (ο.π., σελ. 121) κι εξετάζει τη γλώσσα αποκομμένη από τα κοινωνικά συμφραζόμενα. Ο  Chomsky θεωρεί τη γλώσσα ως έμφυτη ικανότητα  του ανθρώπου, υποστηρίζει την ύπαρξη μιας καθολικής γραμματικής και σ’ αυτήν αποδίδει την κατάκτηση της γλώσσας από το παιδί.( Χαραλαμπόπουλος 1995, σελ. 120 και Κονδύλη 1995, σελ. 179).


2. Οι θέσεις της εθνογραφίας της επικοινωνίας
Ένας από τους βασικότερους εκπροσώπους της κοινωνιογλωσσολογίας, ο Dell Hymes, είναι ο κύριος εισηγητής της εθνογραφίας της επικοινωνίας. Ο Κρύσταλ ορίζει την εθνογραφία της επικοινωνίας ως κλάδο της γλωσσολογίας που μελετά τη γλώσσα σε σχέση με τη διερεύνηση των φυλετικών ειδών και της συμπεριφοράς τους. (Κρύσταλ 2003, σελ. 138) Ο κλάδος έχει άμεση σχέση με την εθνολογία, την ανθρωπολογία, την ανθρωπολογική γλωσσολογία και την κοινωνιογλωσσολογία(βλ. και Ξυδόπουλος 2009). Σε σχέση με την κοινωνιογλωσσολογία, η εθνολογία της επικοινωνίας θεωρεί τη «γλωσσική δομή και τα γλωσσικά γεγονότα άρρηκτα συνδεδεμένες οντότητες και αντικείμενα κοινής πραγμάτευσης… Εστιάζει την προσοχή της στη συγκριτική μελέτη του ρόλου της γλώσσας και της γλωσσικής συμπεριφοράς σε διαφορετικές κουλτούρες» (Αρχάκης και Κονδύλη 2004, σελ.47). Επεξεργάζεται τις εξωγλωσσικές μεταβλητές που προσδιορίζουν την κοινωνική βάση της επικοινωνίας, δίνοντας έμφαση στην περιγραφή της γλωσσικής αλληλεπίδρασης (Κρύσταλ 2003, σελ. 138).
Όπως φαίνεται στον πίνακα  της σελ. 96 του Εγχειριδίου Μελέτης (Maybin 2001, σελ.96) η εθνογραφία της επικοινωνίας ερευνά την επικοινωνία έχοντας ως πλαίσιο αναφοράς τη γλωσσική κοινότητα, αναλύει τα γλωσσικά γεγονότα και μελετά τη γλώσσα κατά το πρότυπο των επικοινωνιακών γεγονότων. Κατά τον ίδιο τον  Hymes, ο όρος δηλώνει ότι κάθε επαρκής προσέγγιση της γλώσσας πρέπει να προσανατολίζεται σε δύο κατευθύνσεις ˙ αυτές της εθνογραφίας και της επικοινωνίας. Θα πρέπει δηλαδή η εθνογραφία και η επικοινωνία να παρέχουν το πλαίσιο αναφοράς μέσα στο οποίο θα αξιολογηθεί η θέση της γλώσσας στον πολιτισμό και την κοινωνία (Hymes 2000, σελ. 33).
Ο Hymes υποστηρίζει ότι αντικείμενο έρευνας και μελέτης πρέπει να γίνει η γλωσσική γνώση που ονομάζει «επικοινωνιακή ικανότητα» και που είναι απαραίτητη για ένα κοινωνικά αρμόζοντα τρόπο ομιλίας. «Η "επικοινωνιακή ικανότητα" συνδέεται με την αποτελεσματική χρήση της γλώσσας, όπως αυτή διαμορφώνεται σε σχέση με το εκάστοτε πλαίσιο επικοινωνίας» (Κωστούλη 2010). «Η επικοινωνιακή ικανότητα περικλείει την ολότητα της γλωσσικής συμπεριφοράς», δηλαδή περιλαμβάνει τη χρήση της γλώσσας σε διαφορετικά κοινωνικοπολιτισμικά περιβάλλοντα (Μπουρουτζή 2010) και συμπληρώνει, έτσι, βασικές θέσεις της κυρίαρχης γλωσσολογίας. Ο Χαραλαμπόπουλος θεωρεί ότι η γλωσσική ικανότητα είναι μέρος της επικοινωνιακής ικανότητας και ότι «η προσαρμογή της χρήσης της γλώσσας στο εκάστοτε επικοινωνιακό πλαίσιο» είναι σημαντική για την αποτελεσματική γλωσσική επικοινωνία (Χαραλαμπόπουλος 2010). Η έννοια της επικοινωνιακής ικανότητας που αναπτύχθηκε από τον Hymes «αποσαφήνισε τις παραμέτρους που συνιστούν το επικοινωνιακό πλαίσιο και προσδιόρισε τον τρόπο με τον οποίο αυτές επηρεάζουν και διαμορφώνουν τη χρήση της γλώσσας» (ο.π.).
Η επικοινωνιακή ικανότητα είναι η ικανότητα κάθε χρήστη της γλώσσας εκτός του να παράγει και να κατανοεί ορθές γραμματικά προτάσεις, ταυτόχρονα να είναι σε θέση να κάνει χρήση των προτάσεων αυτών σε διαφορετικές περιστάσεις και ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες (Μπουρουτζή 2010). Οι συνθήκες αυτές καθορίζονται από παράγοντες που όρισε ο Hymes ως συνιστώσες του επικοινωνιακού γεγονότος. Οι συνιστώσες αυτές είναι οι εξής:
·                    Setting (περιβάλλον, πλαίσιο της περίστασης επικοινωνίας)
·                    Participants (συμμετέχοντες στην επικοινωνιακή διαδικασία, γενικά χαρακτηριστικά αυτών και σχέση μεταξύ τους)
·                    Ends (στόχοι)
·                    Acts (πράξεις λόγου)
·                    Key (το ύφος, ο τόνος, ο τρόπος που λέγεται κάτι)
·                    Instrumentalities (κανάλια, δίαυλοι επικοινωνίας)
·                    Norms (νόρμες διάδρασης και ερμηνείας, τρόποι ομιλίας)
·                    Genres (Είδη λόγου, τύποι λόγου με συγκεκριμένα τυπικά γνωρίσματα)
Οι συνιστώσες αυτές συγκροτούν το μοντέλο speaking (που είναι το ακρωνύμιο από τα αρχικά τους), μια ταξινόμηση που προτείνει ο Hymes. Οποιαδήποτε αλλαγή σε κάποια από τις συνιστώσες αυτές επιφέρει αλλαγή και στο μήνυμα που μεταδίδεται από τον ομιλητή, άρα είναι καθοριστικές για την επικοινωνία (Μπουρουτζή 2010  και Αρχάκης και Κονδύλη 2004, σελ. 90- 93).


3. Οι διαφορές των δύο προσεγγίσεων
Όπως φάνηκε από την παραπάνω παρουσίαση των θέσεων τους οι δύο προσεγγίσεις διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Η «καθαρή», κυρίαρχη γλωσσολογία εξετάζει τη γλώσσα λαμβάνοντας ως πλαίσιο αναφοράς το γλωσσικό σύστημα και αναλύει τις γραμματικές μονάδες προσεγγίζοντας τις αφηρημένες σχέσεις μεταξύ των στοιχείων του συστήματος. Από την άλλη, η εθνογραφία της επικοινωνίας εξετάζει την επικοινωνία έχοντας ως πλαίσιο αναφοράς τη γλωσσική κοινότητα και θεωρώντας τα γλωσσικά γεγονότα ως μονάδες ανάλυσης προσεγγίζει και μελετά τη γλώσσα κατά τη ροή και το πρότυπο των επικοινωνιακών γεγονότων.
«Ο κλάδος της εθνογραφίας της επικοινωνίας έρχεται σε ρήξη -και παράλληλα συμπληρώνει- κάποιες από τις θεμελιώδεις αρχές της αυτόνομης γλωσσολογίας» (Μπουρουτζή 2010). Η δομή των γλωσσών από την εθνογραφία της επικοινωνίας δεν θεωρείται «αυτόνομη και ομοιογενής, αλλά καθορίζεται από τις λειτουργίες που οι γλώσσες επιτελούν στις κοινωνίες όπου χρησιμοποιούνται» (Αρχάκης και Κονδύλη 2004, σελ. 31). Η επικοινωνιακή ικανότητα της εθνογραφικής προσέγγισης της επικοινωνίας αντιτάσσεται αλλά και συμπληρώνει την αυτονομημένη και τυποποιημένη γλωσσική ικανότητα της κυρίαρχης γλωσσολογίας. «Η επικοινωνιακή ικανότητα περικλείει τη γλωσσική ικανότητα αντί να περιορίζεται σ’ αυτήν» (ο.π.)  
Έτσι για παράδειγμα, ο παρακάτω διάλογος που σε άλλη κοινωνική ομάδα θα μπορούσε να αποτελεί «καθημερινότητα», στους δυτικούς Apache των ΗΠΑ μπορεί να γίνει μόνο σαν αστείο, διαφορετικά λαμβάνεται ως βαθιά προσβολή.
-Τι κάνεις, φίλε μου, πώς τα πας;
-Έχω πονοκέφαλο.
-Αα! Πρέπει να πας στο γιατρό, μου φαίνεσαι χλομός.
(Ο διάλογος παρατίθεται αυτούσιος όπως βρίσκεται στο Αρχάκης και Κονδύλη 2004 , σελ. 32)
Παρατηρούμε ότι από γραμματικής και συντακτικής άποψης σύμφωνα με την «καθαρή» γλωσσολογία ο διάλογος αυτός είναι ορθός. Όταν λάβουμε υπόψη όμως το πλαίσιο αναφοράς, τη γλωσσική κοινότητα, μέσα στην οποία διεξάγεται, το περιεχόμενο διαφοροποιείται εντελώς. Στη συγκεκριμένη ομάδα η διείσδυση στην ιδιωτική σφαίρα του άλλου και ο σχολιασμός στοιχείων της υγείας του αποτελούν σοβαρή παραβίαση της πολιτιστικής νόρμας (ο.π.). Ακόμα το να δίνει κάποιος κατευθύνσεις σε άλλον δεν είναι αποδεκτό στη συγκεκριμένη ομάδα, γιατί είναι αντίθετο με άλλες πεποιθήσεις τους.
Παρόμοιο είναι το παράδειγμα του ιαπωνικού και του ελληνικού γάμου (ο.π. σελ.92) όπου αποδεκτές γλωσσικές συμπεριφορές από τα μέλη μιας κοινωνίας είναι παράξενες ή απαράδεκτες από τα μέλη άλλης. Στον ιαπωνικό γάμο οι παρευρισκόμενοι τηρούν σιωπηλή στάση και κάνουν περιορισμένες κινήσεις, σύμφωνα με την πεποίθησή τους ότι όταν μια εμπειρία εκφραστεί με λόγο, χάνει την ουσία της. Αντίθετα, στον ελληνικό γάμο συνηθίζεται να εκφράζονται έντονα τα συναισθήματα με ευχές, τραγούδια και αστεία.  Έτσι, ενώ από την άποψη της «καθαρής» γλωσσολογίας και οι δύο γλωσσικές πράξεις είναι ορθές, δεν θα μπορούσαν να θεωρούνται σωστές μέσα σε διαφορετική κοινωνική ομάδα.
Ανάλογο είναι και το παράδειγμα που παρατίθεται από τους Αρχάκη και Κονδύλη (ο.π.) σχετικά με τα μέλη της άρχουσας τάξης των ευγενών της κοινωνίας Burundi της Αφρικής. Σε ορισμένες περιστάσεις τα άτομα αυτά πρέπει να κάνουν στο δημόσιο λόγο τους μικρά γραμματικά λάθη «με σκοπό να δείξουν ότι η κοινωνική τους ταυτότητα βρίσκεται υπεράνω της ανάγκης προσήλωσης στο ορθό λεκτικό προϊόν» (ο.π.) Αν κάποιος αναλύσει λοιπόν το λόγο τους σύμφωνα με τις αρχές της «καθαρής» γλωσσολογίας θα τον βρει προφανώς λανθασμένο. Όμως, λαμβάνοντας υπόψη το περιβάλλον και τη γλωσσική κοινότητα, παρατηρούμε ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ο λόγος τους είναι ο σωστός για τη συγκεκριμένη περίσταση επικοινωνίας.
Συγκεκριμένα γλωσσικά γεγονότα που είναι ορθά γραμματικά, κατά την «καθαρή» γλωσσολογία, δεν είναι καθόλου ορθά αν ειπωθούν σε διαφορετικό περιβάλλον από αυτό για το οποίο προορίζονται, όπως για παράδειγμα ένας λόγος υπεράσπισης που εκφωνείται σε δικαστήριο, συγκεκριμένες προσευχές που ψάλλονται σε ναούς, συγκεκριμένες ευχές που λέγονται σε συγκεκριμένες γιορτές κ.λ.π. 


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Από την παράθεση και την ανάλυση των θέσεων των δύο προσεγγίσεων παρατηρεί κάποιος ότι η εθνογραφία της επικοινωνίας αντιτάσσεται, αλλά και συμπληρώνει τις θέσεις της «καθαρής» γλωσσολογίας. Η «καθαρή» γλωσσολογία εξετάζει τη γλώσσα ως σύστημα κι επιχειρεί να προσεγγίσει τις αφηρημένες σχέσεις μεταξύ των στοιχείων του συστήματος.
Η εθνογραφία της επικοινωνίας ενδιαφέρεται για την επικοινωνία, εξετάζει τα γλωσσικά γεγονότα μέσα στη γλωσσική κοινότητα και μελετά τη γλώσσα συνδέοντας τη με την εκάστοτε επικοινωνιακή περίσταση. Η επικοινωνιακή ικανότητα που ορίζεται από τον Hymes περικλείει την γλωσσική ικανότητα της «καθαρής» γλωσσολογίας.
Οι διαφορές των δύο προσεγγίσεων έγιναν φανερές στην τρίτη ενότητα της εργασίας και κάνουν φανερό ότι στις περισσότερες περιπτώσεις η γλώσσα δεν μπορεί να εξετάζεται ως αφηρημένη σχέση μεταξύ των στοιχείων του συστήματος, αλλά χρειάζεται να συνδεθεί με τα επικοινωνιακά γεγονότα για να κατανοηθεί πλήρως. Θεωρώ, από τη μελέτη της βιβλιογραφίας, ότι η εθνογραφία της επικοινωνίας εξετάζει εκτενέστερα τα γλωσσικά γεγονότα συνδέοντας τα με τη γλωσσική κοινότητα και λαμβάνοντας υπόψη τους παράγοντες που τα καθορίζουν.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Fromkin, V., R. Rodman & N. Hyams. 2008.Εισαγωγή στη μελέτη της γλώσσας. Αθήνα:Πατάκης
Graddol, D. 2001. Τρία μοντέλα για την περιγραφή της γλώσσας. Στο Κείμενα των ΜΜΕ: Συγγραφείς και Αναγνώστες. Πάτρα: ΕΑΠ. (σελ.19-40)
Hymes, D. 2000. Προς εθνογραφίες της επικοινωνίας. Στο Γλώσσα και γραμματισμός στην κοινωνική πρακτική. Πάτρα: ΕΑΠ. (σελ. 33-45)
Maybin, J. 2001. Πρακτικές γλώσσας και γραμματισμού. Στο Εγχειρίδιο Μελέτης. Πάτρα: ΕΑΠ. (σελ. 93-129)
Αρχάκης, Α., & Μ. Κονδύλη. 2004.Εισαγωγή σε ζητήματα κοινωνιογλωσσολογίας. (2η έκδοση).Αθήνα:Νήσος
Κονδύλη, Μ. 1995. Διχοτομήσεις στη γλωσσολογική θεωρία. Αναζητώντας την ιδεατή γλώσσα; Στο Μια πολυεπιστημονική θεώρηση της γλώσσας. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης &Εκδόσεις Πανεπιστημίου Πατρών, σελ. 173-191
      Κρύσταλ, Ν. 2003. Λεξικό Γλωσσολογίας και Φωνητικής. Αθήνα: Πατάκης.
Κωστούλη, Τ. 2010. Ναπολέων Μήτσης. Διδακτική του γλωσσικού μαθήματος: Από τη γλωσσική θεωρία στη διδακτική πράξη. Στο http://www.komvos.edu.gr/periodiko/periodiko2nd/enimerosi/vivlio/review1.htm [27 Φεβρουαρίου 2010]
Μπουρουτζή, Ε. 2010. Επικοινωνιακή ικανότητα. Στο http://www.greek-language.gr/greekLang/en/modern_greek/tools/lexica/glossology/show.html?id=95 [27 Φεβρουαρίου 2010]
Ξυδόπουλος, Γ. Ι. 2009. Η Γλωσσολογία σήμερα:Στόχοι, αντιλήψεις, εφαρμογές και επαγγελματικές προοπτικές. Στο http://www.philology-upatras.gr/files/content/DODONI%202006.pdf [27 Οκτωβρίου 2009]
Χαραλαμπάκης, Χ. 1995. Γλωσσολογικές θεωρίες για τη γλώσσα.  Στο Μια πολυεπιστημονική θεώρηση της γλώσσας. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης &Εκδόσεις Πανεπιστημίου Πατρών,σελ.100-128
Χαραλαμπόπουλος, Α. 2010. Επικοινωνιακή προσέγγιση στη διδασκαλία της Ελληνικής. Στο http://www.abnet.agrino.org/htmls/M/M003.htm  [27 Φεβρουαρίου 2010]